Η συρρικνωµένη (και καθηµερινά συρρικνούµενη) «δηµοκρατία», ο κοινοβουλευτισµός που δεν βουλεύεται αλλά βολεµένος επικυρώνει αδιαφανώς προειληµµένες αποφάσεις σε κατάφορη παραβίαση της λαϊκής εντολής (και κάθε έννοιας δικαιοσύνης), αγωνιά για την πάνδηµη έκρηξη αγανάκτησης και απελπισµένα ζητεί «συναίνεση» στο συντελούµενο ανοσιούργηµα. Ενα από τα επιχειρήµατα που επιστρατεύει είναι ότι, ως αντιληπτική συνθήκη, η «αγανάκτηση» είναι διαλυτική και επικίνδυνη: ότι δεν εποικοδοµεί αλλά καταστρέφει. Πρόκειται για γενικόλογη επίκληση που, αν όµως παραµείνει (και στις περιστάσεις δεν µπορεί παρά να παραµείνει) απροσδιόριστη, δεναποτελεί παρά υποβολιµαία κενότητα: µια εµπρόθετη παραχάραξη του περιεχοµένου της λαϊκής έκρηξης που βιώνουµε στις πλατείες, στις γειτονιές, στους χώρους δουλειάς. ∆ειλοί, µοιραίοι κι άβουλοι αντάµα , προβεβληµένοι πολιτικοί και επίσηµα ΜΜΕ αρχίζουν όλο και πιο πολύ, όλο και πιο συχνά, να υπαινίσσονται πως η ενεργοποίηση του δήµου απειλεί τη δηµοκρατία!

Ολα αυτά όµως δεν αποτελούν έκπληξη. Ζωτική και αγωνιώδης επιδίωξη του κυρίαρχου σκεπτικού είναι η αλλοίωση του χαρακτήρα του κινήµατος των πλατειών. Από την αρχική, δήθεν καλοδεχούµενη, δεξίωσή του ως τεκµήριο απολίτικης «εθνικής αφύπνισης», περνούµε έτσι γοργά στο γνώριµο δόγµα του άνοµου και παραβατικού πλήθους, του όχλου «χωρίς αιτήµατα»: την αγαπηµένη επωδό κάθε απονοµιµοποιηµένης εξουσίας απέναντι στις έλλογες διεκδικητικές συλλογικότητες, απέναντι στα ώριµα τέκνα της ανάγκης και της οργής…

Πρέπει λοιπόν να τονιστεί: το κίνηµα των πλατειών ούτε απολίτικο είναι ούτε, πολύ περισσότερο, παραβατικό. Ως γνήσιο κίνηµα ανυπακοής, ρήξης και δηµιουργίας συνιστά πραγµατική έκρηξη πολιτικής µε αιτήµατα και θεσµικές παρακαταθήκες στις οποίες καλά θα έκαναν να µαθητεύσουν οι ατσαλάκωτοι βουλευτές και οιπερισπούδαστοι σύµβουλοί τους.

Οσο και αν οι τελευταίοι κάνουν πως δεν το ακούν, το «δεν πουλάµε, δεν χρωστάµε» (άρα: δεν πληρώνουµε ) και ηχηρά ακούγεται και είναι αρκούντως σαφές. Ως πυκνό σύνθηµα αποτίµησης των αιτίων και των συνεπειών της κρίσης, δεν απορρίπτει µόνο το µνηµόνιο ή κάποιες επιµέρους διαδικαστικές αβελτηρίες, αλλά το σύνολο των οικονοµικώνκοινωνικών λειτουργιών που, αν και προκάλεσαν την κρίση, τώρα ανερυθρίαστα διατείνονται πως την αντιµετωπίζουν – µε αδιαπραγµάτευτο κριτήριο και κίνητρο τη διασφάλιση της κερδοφορίας των τραπεζών. Τι κι αν αυτό προϋποθέτει διάλυση των εργασιακών σχέσεων, εκποίηση κοινωνικών αγαθών στην άπληστη και ατελέσφορη ιδιωτική επιχειρηµατικότητα και τη συνολική διάλυση του κοινωνικού ιστού; Προέχουν τα κέρδη των χορηγών.

Σαφής είναι όµως και η πρόκληση της πραγµατικής δηµοκρατίας που το κίνηµα αρχίζει να ψηλαφεί στις καθηµερινές λαϊκές συνελεύσεις του, στον αντίποδα των ανυπόληπτων διαδικασιών της συρρικνωµένης δηµοκρατίας της διαφθοράς.

Σε αντίθεση µε τους βουλευτές, το κίνηµα βουλεύεται: συζητεί διεξοδικά και στη συνέχεια αποφασίζει. Είναι µια απόπειρα σύζευξης νοµοθετικών και ελεγχόµενων εκτελεστικών λειτουργιών που, µε όλες τουςτις προκαταρκτικέςκαι πραγµατικές ατέλειες (η αντιµετώπιση των οποίων συνιστά ύψιστοκαθήκον για τους κινηµατικούς δρώντες), είναι για τις µεταπολεµικές γενιές απολύτως πρωτόγνωρες. Στην έµπρακτη βίωσήτους βρίσκονται ηµεσοµακροπρόθεσµη παρακαταθήκη και η µεγάλη ελπίδα που κυοφορεί το κίνηµα.

Στην Ελλάδα και διεθνώς η δηµοκρατία δεν είναι δυνατόν να επιβιώσει χωρίς να διευρυνθεί και να βαθύνει, χωρίς να γίνει πραγµατική: µε πολιτικό περιεχόµενο και λειτουργίες που, απέναντι στη σηµερινή φαύλη αδιαφάνεια της µαζικής καταστροφής πλούτου και ανθρώπων προκειµένου να διαφυλαχθούν προνόµια και τοκογλυφικές κερδοφορίες, θα επιτρέπουν στις κοινωνίες να παράγουν και να διαχειρίζονται οι ίδιες, δηµοκρατικά, τον πλούτο τους. Αλλιώς ελλοχεύει η βαρβαρότητα που µπροστά στα µάτια µας, άλλωστε, εξυφαίνεται µε ιλιγγιώδεις ρυθµούς. Σε αντίθεση µε ό,τι υποστηρίζεται, η καλύτερη εγγύηση για την αποτροπή της ζοφερής αυτής προοπτικής είναι η κλιµάκωση της λαϊκής ενεργοποίησης συνδυαστικά µε το βάθεµα της κινηµατικής δηµοκρατίας. Αυτό αφορά όσες και όσους καταλαβαίνουν και ενεργά µετέχουν στο κίνηµα. Είναι δική τους υπόθεση πια…

Ο κ. Σεραφείµ Ι. Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήµης στο Πάντειο Πανεπιστήµιο, Life Member στο Πανεπιστήµιο του Cambridge.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ