Προ ηµερών ο Γιώργος Παπανδρέου επανέφερε την ιδέατου δηµοψηφίσµατος. Ενώ το ερώτηµα εξακολουθούσε να µη διατυπώνεται, διαβάζαµε µια οργισµένη κυβερνητική ανακοίνωση ενάντια στα ΜΜΕ και τονυπονοµευτικό ρόλο τους στην πολιτική ζωή. Οι κινήσεις αυτές, σε συνδυασµό, θυµίζουν τη ρελάνς που επιχειρούσε σε µια περίοδο πολιτικού κενού ο τότε αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, προτάσσοντας την ανάγκη για την «αυτονοµία της πολιτικής».

Ισως ο σηµερινός πρωθυπουργός να εκτίµησε ότι µερικές δηµοψηφισµατικές βόµβες θα αρκούσαν για να διαλυθεί το πλήθος της πλατείας Συντάγµατος. Οπωσδήποτε, θα ήταν προτιµότερο από τα χηµικά και τις χειροβοµβίδες κρότου-λάµψης που, άλλωστε, δεν είδαµε – ακόµη. Ωστόσο, ειρωνικά για τον Γιώργο Παπανδρέου, αυτό που ζούµε σήµερα θα µπορούσε πρόχειρα να χαρακτηριστεί ως «αυτονόµηση της κοινωνίας». Μάλλον, όµως, θα επρόκειτο για σχήµα λόγου.

Η σχέση εξάρτησης και χειραγώγησης της κοινωνίας από την πολιτική τάξη στη µεταπολιτευτική περίοδο έχει συζητηθεί επαρκώς. Αυτής της σχέσης τη διάρρηξη ζούµε σήµερα. Οπως φαίνεται, οι ιθύνοντες πολιτικοί δεν είναι πια σε θέση να την εξυπηρετήσουν, αλλά βρίσκονται σε αδυναµία και να την αντικαταστήσουν. Η κρίση είναι ευκαιρία, έλεγε ο Πρωθυπουργός. Και ήταν, όσο η κοινωνία, αµήχανη, επεδείκνυε µια αξιοσηµείωτη ανοχή στην πολιτική της διεύθυνση. Στις χαµένες ευκαιρίες του τελευταίου εικοσαµήνου πρέπει νασυναριθµηθεί και τούτη: Υιοθετώντας από νωρίς τη ρητορικήτης περιορισµένης «εθνικής κυριαρχίας», η κυβέρνηση προσδιόρισε τον ρόλο της µε όρους διαχείρισης µιας προδιαµορφωµένης πολιτικής.Παραιτήθηκε έτσι από τα µεγάλα περιθώρια µορφοποίησης µιας πολιτικής ταπεριγράµµατα τηςοποίας, είναιαλήθεια, δεν αποτελούσαν αντικείµενο επιλογής. Οµως, η ακούσια άσκηση πολιτικής απαξιώνειόσουςτην ασκούν. Πόσω µάλλον, όταν επιβαρύνει αιφνίδια και δραστικά τους όρους ζωής µιας κρίσιµης µάζας των αποδεκτών της. Ηµάζα αυτή αποσυνδέεται από την ασκούµενη πολιτική και στρέφεται εναντίον των συντελεστών της.

Ωστόσο, η διάρρηξη του µεταπολιτευτικού συµβολαίου της κοινωνίας µε την πολιτική τάξη εξακολουθεί να προσδιορίζεται από τη σχέση που καταργήθηκε. Από τη µια µεριά, το ανέκαθεν αυτοαναφορικό πολιτικό µας σύστηµα εκδηλώνει πλέον, µετά τη ρήξη του δεσµού του µε την κοινωνία, συµπτώµατααυτισµού.

Από την άλλη, η ρήξη άφησε γυµνή την κοινωνία, για την οποία η αναφορά στην (εναλλασσόµενα) άρχουσα πολιτική τάξη λειτουργούσε ενοποιητικά, έστω κι αν οιαρµοί της συγκόλλησης ήταν πάντα επιφανειακοί. Αν αυτή η κοινωνία των βαθιών διαιρέσεων, των συµφερόντων που διευθετήθηκαν περιστασιακά από την πολιτική εξουσία, συγκλίνει σήµερα στο Σύνταγµα, δεν µπορεί αυτόµατα να σχηµατίσει «κίνηµα».

Περισσότερο, συνιστά κοινωνικό φαινόµενο, του οποίου ο πολιτικός αντίκτυποςδεν έχειακόµη γίνει πραγµατικά αισθητός.

Στην Πουέρτα ντελ Σολ, τη µήτρα και µαµή του Συντάγµατος, ακουγόταν δυνατά το αίτηµα για νέες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τοµέα, µέσα από την ώθηση της επιχειρηµατικότητας. Στο Σύνταγµα ακούγονται τα πάντα και το αντίθετό τους, εκτός απ’ αυτό. Εθνικιστές, αριστεροί και κοψοχέρηδες των κοµµάτων εξουσίας αναθεµατίζουν το πολιτικό σύστηµα και τους εκφραστές του, για τους οποίους πίστευαν (και πιστεύουν ακόµη!) ότι τους εξασφάλιζαν µια πιο ήσυχη και αξιοπρεπέστερη ζωή. Η µεγάλη οργή είναι αδιάψευστη ένδειξη της εντύπωσης µιας µεγάλης οφειλής.

Το «κίνηµα» του Συντάγµατος είναι διακηρυγµένα ειρηνικό. Ωστόσο, η απόφαση της λαϊκής συνέλευσης (;) για τον αποκλεισµό της Βουλής µε ανθρώπινη αλυσίδα κατά τη συζήτηση του Μεσοπρόθεσµου αποτελεί απόφαση για την άσκηση βίας. Και αυτό θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο σε όλους. Η υλοποίηση µιας τέτοιας απόφασης θααποτελέσει την πρώτη δοκιµασία, ταυτόχρονα για το «κίνηµα» του Συντάγµατος και για το πολιτικό σύστηµα.Απ’ όσο γνωρίζουµε στην «τεχνική βοήθεια» που έχει ζητήσει ο Πρωθυπουργός από τους δανειστές µας δενπεριλαµβάνονται ελικόπτερα µεταφοράς (πολιτικού) προσωπικού. Προκαταβολικά, καταβάλλεται προσπάθεια η επαπειλούµενη βία να χρεωθεί σε συγκεκριµένους πολιτικούς χώρους, ώστε η δυναµική αντιµετώπισή της µε τις δυνάµεις καταστολής να καταστεί πολιτικά διαχειρίσιµη. Είναι ωστόσο προφανές ότι µπορεί να παραγάγει δραµατικά πολιτικά αποτελέσµατα.

Σε κάθε περίπτωση, όσοι έχουν αποφασίσει να διαβούν τον Ρουβίκωνα δεν πρέπει να βαυκαλίζονται µε αµεσοδηµοκρατικές φαντασιώσεις. Υπέρµαχος της άµεσης δηµοκρατίας ήταν ο τελευταίος µεγάλος θεωρητικός του κοινωνικού συµβολαίου στον ∆ιαφωτισµό, ο Ζαν-Ζακ Ρουσό. Ο ίδιος ήταν και πολέµιος της οικονοµίας της αγοράς. Το όνοµά του δεν ακούγεται στο Σύνταγµα. Ακουγόταν όµως από τους κινηµατικούς µικροαστούς sans-cullotes, τους «αβράκωτους» του Κοραή, αυτόπτη µάρτυρα της Γαλλικής Επανάστασης. Και στην πιο δραµατική φάση της, στην περίοδο του Τρόµου, τον επικαλούνταν ο Ροβεσπιέρος για να εξαρθρώσειτη δηµοκρατική αντιπροσώπευση.

Πριν φορέσουµε αρχαιοελληνικούς χιτώνες στην πλατεία Συντάγµατος, καλό είναι να σκύψουµε λίγο πάνω στην πιο πρόσφατη ιστορία του ∆υτικού κόσµου, όπου η δηµοκρατία συνυφάνθηκε µε την ελεύθερη οικονοµία. Στον υπαρκτό µας κόσµο, η µόνη λειτουργική µορφή δηµοκρατίας είναι η αντιπροσωπευτική. Ας αλλάξουµε αντιπροσώπους, ας βελτιώσουµε τον τρόπο της αντιπροσώπευσης. Αλλά ναδιαφυλάξουµε την ίδια την αρχή της αντιπροσώπευσης.

Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστηµίου Κρήτης, επισκέπτης καθηγητής στη Freie Universitat Berlin.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ