Τον τελευταίο καιρό η λέξη «συναίνεση» έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις και παρουσιάζεται σαν ένα είδος μαγικής συνταγής που θα δώσει λύση στο οικονομικό αδιέξοδο της χώρας. Η άποψη αυτή, παρ΄ όλο που δεν διατυπώνεται ρητά, θα μπορούσε να υποκρύπτει μια ευρέως αποδεκτή στερεοτυπική ερμηνεία του ελληνικού χαρακτήρα και της ελληνικής ιστορίας: η «ενδημική» διχόνοια έχει πράγματι θεωρηθεί στοιχείο ταυτότητας και έχει χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογήσει και να δικαιολογήσει εμφυλίους πολέμους, εθνικούς διχασμούς και εσωτερικές συγκρούσεις- και τα ολέθρια αποτελέσματά τους. Το «φίλερι» του Ελληνα έχει προβληθεί ως μια από τις αιτίες για πολιτικές και πολεμικές συγκρούσεις σε ιστορικές συγκυρίες τόσο διαφορετικές όσο ο Πελοποννησιακός πόλεμος, η Ελληνική Επανάσταση, ο διχασμός βενιζελικών- βασιλικών και ο Εμφύλιος Πόλεμος. Δεν είναι στόχος μου να σχολιάσω την παρούσα συζήτηση για την αναγκαιότητα ή μη της συναίνεσης σήμερα αλλά, με αφορμή αυτή τη συζήτηση, να αναφερθώ στις απόψεις σχετικά με τη συναίνεση ως στόχο της εκπαίδευσης, και ειδικότερα της διδασκαλίας της Ιστορίας.

Η συναίνεση νοείται ως το αντίθετο της διχόνοιας, εφ΄ όσον τοποθετείται στο εσωτερικό του έθνους, και ως το αντίθετο της εχθρότητας (ή και του μίσους), αν αφορά σχέσεις στο εξωτερικό. Ενώ η εσωτερική, εντός του έθνους, σύγκρουση θεωρείται ένα είδος παρέκκλισης από τον κανόνα της ομοψυχίας και της ομόνοιας, η σύγκρουση με εξωτερικούς εχθρούς θεωρείται αντίστοιχα φυσιολογική και δεδομένη. Είναι συνεπώς «αφύσικο» να νιώθει κάποιος εχθρότητα για έναν ομοεθνή του, αλλά απολύτως «φυσικό» να τρέφει εχθρικά αισθήματα για αλλοεθνείς- συνήθως εκτός, αλλά κάποτε και εντός της χώρας. Για τον λόγο αυτό, η καλλιέργεια της ανοχής απέναντι στο διαφορετικό και φιλικών αισθημάτων απέναντι στους γείτονες θεωρείται στόχος της εκπαίδευσης, και μάλιστα του μαθήματος της Ιστορίας, ενώ δεν καταγράφεται κάποιος ανάλογος στόχος που να αναφέρεται στην ενίσχυση της εθνικής αλληλεγγύης.

Σύμφωνα με τις κυρίαρχες παιδαγωγικές προσεγγίσεις στον συγκεκριμένο τομέα, η φιλειρηνική εκπαίδευση στοχεύει αφ΄ ενός μεν στην πρόληψη, εφ΄ όσον αναπτύσσεται πριν από την ενδεχόμενη και επίφοβη σύγκρουση, και αφ΄ ετέρου δε στην κοινωνική ανοικοδόμηση, εφ΄ όσον εφαρμόζεται μετά τη σύγκρουση. Το μάθημα της Ιστορίας αποτελεί μάλιστα βασικό στόχο αυτών των παρεμβάσεων.

Πράγματι, στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκαν πολλές πρωτοβουλίες για κοινά εγχειρίδια Ιστορίας, που επεδίωκαν να προσφέρουν μια «συναινετική» ανάγνωση του παρελθόντος, από τα οποία το γνωστότερο είναι το γαλλογερμανικό εγχειρίδιο. Το βιβλίο αυτό, είχε στόχο τη διδασκαλία της ευρωπαϊκής ιστορίας, στο πολιτικό πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, και έδειχνε τη δυνατότητα συνεργασίας ιστορικών από διαφορετικές χώρες (και εχθρικές στο παρελθόν) για ένα κοινό σχολικό εγχειρίδιο.

Εν τούτοις, στην εφημερίδα «Le Μonde», πριν από λίγες μόλις ημέρες, υπήρχε άρθρο που διαπίστωνε την εμπορική αποτυχία του εγχειριδίου (σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες πλην της Ελλάδας ισχύει το σύστημα της ελεύθερης αγοράς των σχολικών βιβλίων), εν μέρει οφειλόμενη και στη δυσπιστία των γάλλων εκπαιδευτικών απέναντι σε ένα εγχειρίδιο που υποστηρίζεται από την πολιτική εξουσία. Εξάλλου, Γάλλοι και Γερμανοί έχουν ήδη επιτύχει τη συμφιλίωση χωρίς να χρειάζονται συναίνεση γύρω από την ερμηνεία της κοινής τους ιστορίας. Δεν ήταν δηλαδή η συναίνεση που τους οδήγησε στη συμφιλίωση, αλλά το αντίθετο.

Παρατηρείται επίσης, με βάση αυτές τις αντιδράσεις, η αμφισημία της πολιτικής στήριξης για την αποδοχή ή μη ενός εγχειριδίου Ιστορίας. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην ελληνική περίπτωση, οι εκπαιδευτικοί θεωρούν δεδομένο τον συγκεντρωτισμό του υπουργείου και τον πολιτικό έλεγχο στα αναλυτικά προγράμματα και τα εγχειρίδια Ιστορίας, ενώ στη Γαλλία, η επίσημη στήριξη ενός εγχειριδίου από το κράτος μεθερμηνεύεται σε πολιτική παρέμβαση και απορρίπτεται. Υπάρχουν ωστόσο αναλογίες στην επιφυλακτική στάση απέναντι σε εγχειρήματα που αποσκοπούν σε «συμφιλίωση» ή «συναίνεση» σχετικά με την ιστορία. Ενδεικτική αξία έχουν τα αποτελέσματα πανελλαδικής έρευνας που διεξήγαγε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο το 2004 για τις απόψεις καθηγητών Ιστορίας στο λύκειο. Σύμφωνα με τις απαντήσεις τους, ο σκοπός της καλλιέργειας ενσυναίσθησης και ανεκτικότητας απέναντι στον «άλλο» στο μάθημα της Ιστορίας δεν ιεραρχείται σε υψηλή θέση, ενώ εξίσου χαμηλή θέση αποδίδεται και στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Είναι προφανές ότι η επίσημη στοχοθεσία της Ιστορίας (ανεκτικότητα, ευρωπαϊκότητα, κτλ.) δεν αφομοιώνεται κατ΄ ανάγκην από όσους καλούνται να τη διδάξουν – ούτε και από τα ίδια τα εγχειρίδια.

Σε διεθνές επίπεδο, όχι μόνο δεν υπάρχει συναίνεση για την Ιστορία, αλλά η Ιστορία είναι πεδίο οξύτατων συμβολικών μαχών. Παρά τον φανατισμό αυτών των συγκρούσεων ωστόσο, στόχος της Ιστορίας δεν μπορεί να είναι η συναίνεση, γιατί αυτό αναιρεί την ίδια την ουσία της ιστορικής μάθησης: την ανάπτυξη κριτικής σκέψης, την ικανότητα αμφισβήτησης και την εμβάθυνση της αυτογνωσίας.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ