Οταν κανείς ξεκινά να µιλήσει, οφείλει, πρωτίστως, να λογοδοτήσει για τη θέση εκφοράς. Πώς δικαιολογούµαι, λοιπόν, να γράψω µερικά λόγια για ό,τι σηµατοδοτούν οι «αγανακτισµένοι»; Η δικαιολογία µου είναι ότι θα µπορούσα κάλλιστα να περιληφθώ στην ίδια κατηγορία.

Ως συγγραφέας παραµένω ανασφάλιστος. Το χαµηλό µου εισόδηµα φορολογείται προκαταβολικώς µε 20%. Υπόκειµαι κάθεχρόνο στην επώδυνη διαδικασία έναρξης και διακοπής στον ΟΑΕΕ ως ελεύθερος επαγγελµατίας, για µια δραστηριότητα ασυνεχή, που δεν έχει χαρακτήρα επιτηδεύµατος. Αδυνατώ να εισπράξω πάνω από 6.000 ευρώ ετησίως δίχως δελτίο παροχής υπηρεσιών. Οι εισφορές που καταβάλλω υπό αυτό το καθεστώς δεν µου επιστρέφονται υπό µορφή οιασδήποτε παροχής. Βεβαίως δεν θα διασφαλίσω ποτέ συνταξιοδοτικό δικαίωµα. Η συλλογική συγκρότηση του επαγγέλµατός µου και η διεκδικητική ισχύς των συναδέλφων µου είναι ισχνότατες (ή µάλλον ανύπαρκτες). Ο νόµος 3232/2004 που ρύθµιζε το Ασφαλιστικό µου παραµένει ανενεργός. Η πολιτική αρχή αρνείται σταθερά να συναντήσει το «συνδικαλιστικό» όργανο που µε εκπροσωπεί, περιοριζόµενη ανέκαθεν σε χειροφιλήµατα σε τελετές απονοµής βραβείων. Μάλιστα, αφότου τελειώσω αυτό το κείµενο, θα σπεύσω να απαντήσω σε µία ακόµη έκκληση της Εταιρείας Συγγραφέων να θέσουµε ξανά το Ασφαλιστικό µας στην ατζέντα.

Το πρώτο συµπέρασµα, λοιπόν, είναι ότι οι «αγανακτισµένοι» είναι περισσότεροι από όσους συγκεντρώνονται στις πλατείες των πόλεων. Υπό αυτή την έννοια τα πρόσφατα γεγονότα έχουν βαρύνουσα κοινωνική σηµασία. ∆εν τα απαξιώνω. Τα τοποθετώ σε αυτήν ακριβώς τη χωρία: του γεγονότος. Οχι του κινήµατος ή της ιδεολογίας. Και η αξία τουςείναι ακριβώς εκείνη ενός γεγονότος.

Η διαφορά εδώ είναι η αλυσιτέλεια. Είναι λάθος να ζητούµε από τους συγκεντρωµένους τη διατύπωση «µιας κάποιας λύσης», όπως ακούγεται συχνά. Αλλωστε, λύση για ποιο πρόβληµα; Η ιδέα µιας σαφούς και συστηµικής περιγραφής του παρόντος µας είναι παράλογη. Αν θελήσουµε να ερµηνεύσουµε τις τρέχουσες δυστοπικές όψεις της πραγµατικότητας, οι αντιφάσεις και οι περιπλοκές µοιάζουν µε ένα ρίζωµα που αντιστέκεται στη χρονολόγηση και την ιεράρχηση. Γι’ αυτό και οι συζητήσεις στην πολιτική αρένα είναι αδιέξοδες και µοιάζουν ανόητες. Αλλωστε, δεν είναι καν όλα γύρω µας δυστοπικά.

Αυτή τη στιγµή θεωρώ ότι η αξία των αυθόρµητωνσυγκεντρώσεων έγκειται σε δύο σηµεία. Εν πρώτοις, στο ρήγµα που επιφέρουν στην καθηµερινότητα. Κάτι, έστω ακόµη αδιάγνωστο, έχει διαφοροποιηθεί µε τις κινητοποιήσεις αυτές. Κατόπιν, στο «τράβηγµα του χαλιού» κάτω από τα πόδια της πολιτικής τάξης.Μοιάζουν, λ.χ., να µας υπενθυµίζουν ότι η τρέχουσα κυβερνητική νοµιµοποίηση ήταν της τάξης του 42%, επί έγκυρων 96,76%, επί συµµετοχής 70,92%, ήτοι: 33,48%.

Εν τούτοις, εγώ εξακολουθώ να επιτελώ µε προσήλωση την εργασία µου (και τη συγγραφική και στη δηµόσια σφαίρα), δεν στέκοµαι στην πλατεία και θα ήταν αδιανόητο να κατεβούν οι συγγραφείς σε απεργία – κανείς δεν θα έδειχνε το παραµικρό ενδιαφέρον. Ο λόγος είναι ότι δυσκολεύοµαι να παίξω τον ρόλο του «διανοουµένου» σύµφωνα µε τη γνωστή σκηνογραφία και επικροτώ έναν κριτικό λόγο που δεν επιτρέπει τη διατύπωση τελεσίδικων αποφάνσεων.

Το δίληµµα για µένα είναι εκείνο ενός προσώπου που στέκει απέναντι στην πραγµατικότητα (και τον εαυτό του) µε σκεπτικισµό και διατυπώνεται ως εξής: Αν επιτρέψουµε την άκριτη ταύτιση µε τα γεγονότα, τότε είµαστε εκτεθειµένοι σεκάθε είδους ανορθολογισµό και παρανόηση. Αν, από την άλλη, επιδιώξουµε την περίκλειστη προστασία από κάθε γεγονός (χωρίς στην ουσία να προστατευόµαστε από τη διακινδύνευση), γινόµαστε αιχµάλωτοι ενός αδιεξόδου.

Υπάρχει η απαίτηση για κάτι ενδιάµεσο. Είναι η δεξιότητα να βλέπουµε τα πράγµατα εδώ που ζούµε – ακόµη και όταν στέκουµε στη µέση της πλατείας – όχι µόνο µε τα µάτια, αλλά και µε το µυαλό. Και τότε ο ορίζοντας των γεγονότων αλλάζει άρδην και µεταµορφώνεται σε ένα επιτακτικό πεδίο αυτογνωσίας.

Ο άµεσος διάλογος (που δεν έχει καµιά σχέση µε το πολιτικό του οµοίωµα) είναι ο µόνος που µας επιτρέπει να αναγνωρίσουµε τον Αλλον.

Εδώ διαβλέπω και το όφελος των συγκεντρώσεων. Ισως γίνει συνείδηση ότι κανείς από τους διαλεγοµένους δεν µπορεί να έχει όλο το δίκιο µε το µέρος του. Του επιµερίζεται, όµως, ένα κοµµάτι της συναινετικής αλήθειας.

Η συνέχεια θα έλπιζα να είναι η οικοδόµηση εναλλακτικών πολιτικών οργανώσεων, ώστε να ξεφύγουµε από το ηλεκτρονικό θέαµα µιας δηµοκρατίας που δεν πράττει, αλλά µόνο µιλάει διαρκώς και πολυφωνικώς, γοητευµένη (ή τροµοκρατηµένη) από τις πρωτοβουλίες του πλήθους.

Ο κ. Χρήστος Χρυσόπουλος είναι συγγραφέας.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ