«Οι γάλλοι ψηφοφόροι μπορούν να διακρίνουν μεταξύ πολιτικής και σκανδάλων» ήταν ο τίτλος άρθρου που δημοσιεύθηκε σε βρετανική εφημερίδα μερικές μόνο ημέρες πριν από τη σύλληψη του Στρος-Καν στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης. Το άρθρο-οιωνός περιέγραφε τη σκανδαλώδη συμπεριφορά του γάλλου πολιτικού προς τις γυναίκες, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ιδιωτική ζωή δεν αποτελεί κριτήριο αξιολόγησης της ικανότητας των ανθρώπων να διοικούν και να ασκούν εξουσία και ότι οι γάλλοι ψηφοφόροι είναι πεπεισμένοι γι΄ αυτή τη διάκριση.

Πράγματι η διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου βίου έχει ιστορικά αποτελέσει έναν από τους κεντρικούς πυλώνες συγκρότησης των κοινωνιών της νεωτερικότητας. Στη βάση μάλιστα αυτής της διάκρισης οργανώθηκε σε μεγάλο βαθμό ένα ολόκληρο πλέγμα σχέσεων εξουσίας μεταξύ ομάδων, τα χαρακτηριστικά των οποίων θεωρήθηκε ότι αφορούν κατά κύριο λόγο άλλοτε τη δημόσια και άλλοτε την ιδιωτική σφαίρα. Πάνω στη διάκριση μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου στηρίχθηκαν έτσι ποικίλες πολιτικές κοινωνικών διακρίσεων.

Από τη δεκαετία του 1960 και μετά η διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού δέχθηκε έντονη κριτική τόσο στο πεδίο των κοινωνικών κινημάτων όσο και σε εκείνο της επιστημονικής έρευνας στον χώρο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Το σύνθημα «το προσωπικό είναι πολιτικό» αποτέλεσε προμετωπίδα κοινωνικών διεκδικήσεων από την πλευρά τόσο των γυναικείων όσο και των αντι-ρατσιστικών κινημάτων ήδη από τη δεκαετία του 1960. Αλλά και στον χώρο της έρευνας μελέτες των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών ανέδειξαν ότι τα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου είναι ιδιαίτερα πορώδη επιτρέποντάς μας να δούμε πιο ξεκάθαρα την πολιτική διάσταση ποικίλων πτυχών του ιδιωτικού βίου.

Από τη δεκαετία του 1980 και μετά η αποδόμηση της διάκρισης μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας διαχύθηκε κοινωνικά και πολιτικά και βρήκε εκφραστές τόσο στον χώρο του πολιτισμικού mainstream όσο και στο αναπτυσσόμενο τότε πεδίο της πολιτικής επικοινωνίας. Το λεγόμενο lifestyle εισέβαλε δυναμικά στο πεδίο της πολιτικής και της εργασίας και η κοινή γνώμη συνήθισε σταδιακά να ασχολείται με τις προσωπικές προτιμήσεις, τις ασχολίες, τα ενδιαφέροντα, την οικογενειακή κατάσταση και τις ποικίλες «έξεις» πολιτικών και λοιπών δημοσίων προσώπων. Η ιδιωτική ζωή πολιτογραφήθηκε νομιμοποιώντας κάθε είδους σκανδαλοθηρική παραβίασή της. Σταδιακά αλλά σταθερά εμπεδώθηκε η αντίληψη ότι η ικανότητα ανδρών και γυναικών να ασκούν πολιτική ή διοίκηση είναι συνάρτηση των προτιμήσεων και των προσωπικών τους επιθυμιών. Η ίδια η επιθυμία αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής στάθμισης.

Από τη δεκαετία του 1990 και μετά μια σειρά ερωτικά πολιτικά σκάνδαλα έχουν απασχολήσει την κοινή γνώμη τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Τα περισσότερα από αυτά τα σκάνδαλα αφορούσαν τη σύναψη εξωσυζυγικών σχέσεων από την πλευρά πολιτικών ανδρών. Κάποιες όμως σημαντικές περιπτώσεις διαφοροποιήθηκαν από αυτό το μοντέλο καθώς αφορούσαν τη διάπραξη παραβατικών και εγκληματικών πράξεων στο πεδίο της «ιδιωτικής» ζωής. Ορόσημο σε αυτή την εξέλιξη αποτέλεσε η πολύκροτη υπόθεση Ανίτα Χιλ- Κλάρενς Τόμας στις ΗΠΑ, όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η αφροαμερικανίδα καθηγήτρια της Νομικής του Πανεπιστημίου της Οκλαχόμα Ανίτα Χιλ κατηγόρησε τον αφροαμερικανό δικαστή Κλάρενς Τόμας για σεξουαλική παρενόχληση. Η κατηγορία δημοσιοποιήθηκε λίγες ημέρες μετά την πρόταση διορισμού του Τόμας ως μέλους του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Η υπόθεση αυτή απασχόλησε έντονα την αμερικανική κοινή γνώμη για πολλά χρόνια και συνέβαλε τόσο στην ανάδειξη της συχνότητας και της σημαντικότητας του εγκλήματος της σεξουαλικής παρενόχλησης όσο και στην ανάληψη πολιτικών αντιμετώπισής του, μεταξύ των οποίων και η ενίσχυση της ανάδειξης περισσότερων γυναικών σε υψηλά διοικητικά κλιμάκια και σε θέσεις εξουσίας.

Το πρόσφατο σκάνδαλο Στρος-Καν εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο που αφορά τη σχέση μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου αλλά μόνο ίσως ως προς την πρότερη «φήμη» του πολιτικού προσώπου και ως προς τη συζήτηση που έχει προκαλέσει το συμβάν σε διεθνές επίπεδο. Διαφοροποιείται όμως κάθετα στον βαθμό που δεν αφορά ζητήματα απλών προτιμήσεων ή προσωπικών επιλογών αλλά την κατηγορία για τέλεση βαρύτατων εγκληματικών πράξεων. Ο βιασμός, η απειλή της σωματικής ακεραιότητας ενός ανθρώπου και η άσκηση σωματικής βίας δεν αποτελούν ζητήματα ιδιοσυγκρασίας, προσωπικών επιλογών ή έξεων. Συντελούνται συχνά σε ιδιωτικούς χώρους – όπως εξάλλου και πολλοί φόνοιαλλά δεν μπορούν να θεωρηθούν «απλά» ιδιωτικά θέματα.

Ενα μεγάλο μέρος της συζήτησης που έχει ήδη προκαλέσει η υπόθεση Στρος-Καν είναι ιδιαίτερα αποπροσανατολιστική καθώς εστιάζει παραπλανητικά στο θέμα της «θερμής» προσωπικότητας και της έντονης σεξουαλικότητας του φερόμενου δράστη δημιουργώντας μια σύγχυση μεταξύ ερωτικής ιδιοσυγκρασίας και εγκληματικής συμπεριφοράς. Σαν το δεύτερο να αποτελεί μια «ανώδυνη» προέκταση του πρώτου. Στη σημερινή συγκυρία που χαρακτηρίζεται από την έξαρση των μορφών βίας, που εκδηλώνονται πια σε πολυάριθμα πολιτικά, οικονομικά, αστικά και πολεμικά περιβάλλοντα, θα ήταν τεράστιο ατόπημα να απενοχοποιήσουμε κατά περίπτωση την εγκληματική συμπεριφορά συγχέοντάς την με μία ακόμη lifestyle επιλογή. Στη συγκεκριμένη βέβαια περίπτωση η σύγχυση αυτή στηρίζεται και ταυτόχρονα αναπαράγει άκριτα τις εξαιρετικά άνισες σχέσεις εξουσίας στο πλέγμα των οποίων τοποθετούνται αναπόδραστα οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης: ο λόγος ενός ισχυρού λευκού ευρωπαίου άντρα αντιπαραβάλλεται με την κατάθεση μιας μαύρης, αφρικανίδας μετανάστριας.

Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ