Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο πολιτικό και οικονομικό σταυροδρόμι, με τις εξελίξεις στο μεταναστευτικό μέτωπο να τρέχουν καθημερινά και να δημιουργούν ένα εύφλεκτο περιβάλλον, στο οποίο καλούμαστε να μάθουμε να προσαρμοζόμαστε, ώστε να διαχειριστούμε αποτελεσματικά τα προβλήματα και να σχεδιάσουμε δράσεις. Παρ΄ όλα αυτά, υπάρχουν, δυστυχώς όχι λίγες, επικριτικές φωνές που σπεύδουν να αναφέρουν ότι την ώρα που εφαρμόζονται πολιτικές λιτότητας στους ημεδαπούς είναι αδιανόητο να συζητούμε για παρεμβάσεις οι οποίες θα διευκολύνουν τους αλλοδαπούς.

Το μεταναστευτικό είναι ένα θέμα ευρωπαϊκό. Σε αυτό αποσκοπούν και οι αλλεπάλληλες επαφές με τους ομόλογους υπουργούς και υπευθύνους των κρατών-μελών, ώστε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη να αναλάβουν μέρος της ευθύνης, με μια συγκροτημένη και ολοκληρωμένη ανακατανομή των μεταναστευτικών βαρών, αλλά και την άρση ή αλλαγή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ.

Ωστόσο, μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική δεν σταματά εδώ. Η λογική να αφήσουμε στη μοίρα τους μια σημαντική κατηγορία συμπολιτών μας – όπως οι νόμιμοι μετανάστεςαντίκειται πλήρως και στις αρχές μας. Και ερχόμαστε στο «αγκάθι» των παράνομων μεταναστών, οι οποίοι εισέρχονται ή έχουν εισέλθει στη χώρα. Το κράτος δεν διέθετε τις δομές για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου, ούτε καν τις υποδομές για την παροχή πρώτης βοήθειας διαβίωσης σε όσους φτάνουν στα ευρωπαϊκά σύνορα και γι΄ αυτό δρομολογούμε παρεμβάσεις και για τις κατηγορίες αυτές.

Η δημιουργία των Κέντρων Πρώτης Υποδοχής, το καθεστώς αναβολής απομάκρυνσης, που επιτρέπει την παραμονή τους στη χώρα, εφόσον δεν είναι δυνατή ή εφικτή η άμεση απέλασή τους αλλά και οι εθελούσιες έξοδοι και οι επαναπατρισμοί με ισχυρά κίνητρα, η πίεση στις πρεσβείες για την υπογραφή αλλά και την εφαρμογή των διμερών συμφωνιών επανεσδοχής, εκεί όπου υπάρχουν, είναι μερικές από αυτές. Οι παραπάνω δράσεις αποτελούν προϋποθέσεις απαραίτητες για να αποδείξουμε ότι μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στις υποχρεώσεις μας, όπως απορρέουν από τη συνθήκη Schengen. Είναι καιρός πια να σταματήσει ο τζόγος και η σπέκουλα για το πόσοι επιτέλους είναι αυτοί οι ξένοι. Οσοι βρίσκονται παρανόμως εδώ, θα αποκτήσουν ονοματεπώνυμο και διεύθυνση, ώστε να εξετάσουμε μετά με ποιους τρόπους θα τους διαχειριστούμε, ποιοι θα μείνουν και ποιοι θα φύγουν.

Πρέπει, λοιπόν, να πούμε στον κόσμο την αλήθεια. Η κατάσταση δεν θα είναι ποτέ πια όπως ήταν στο παρελθόν. Οι αιτίες που δημιουργούν τα μεταναστευτικά ρεύματα προς την Ευρώπη δεν είναι πρόσκαιρες ή συγκυριακές, για αυτό και οφείλουμε να μάθουμε να ζούμε σε μια κοινωνία πολυπολιτισμική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι διαπραγματευόμαστε αξίες και αρχές του πολιτισμού μας. Δεν θα αφήσουμε ανεξέλεγκτα τα σύνορά μας, ούτε όμως θα ενδώσουμε και στην εύκολη λύση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.

Η κυρία Αννα Νταλάρα είναι υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ