Η χειρότερη υποβάθμιση της Ελλάδος δεν είναι αυτή που προέρχεται από τους γνωστούς οίκους αξιολόγησης (Moody’s, Standard & Poor’s, Fitch) και χαρακτηρίζει τα ελληνικά ομόλογα σκουπίδια. Οι αξιολογήσεις αυτές αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα που έχουν οι διεθνείς αγορές για την Ελλάδα και δεν διαφέρουν σε τίποτα από τις περισσότερες αναλύσεις που θα διαβάσει σε κανείς στα εγκυρότερα διεθνή μέσα ενημέρωσης.

Αλλά αυτή η υποβάθμιση δεν η χειρότερη, γιατί υπάρχει μια άλλη, που λαμβάνει χώρα σχεδόν κάθε εβδομάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η υποβάθμιση αυτή καταβαραθρώνει το ελληνικό «κράτος δικαίου», τους θεσμούς, τη δημοκρατία μας και κυρίως τα δικαιώματα στο επίπεδο των σκουπιδιών. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα διεθνή οίκο αξιολόγησης αλλά με έναν ελληνικό οίκο ρύθμισης. Με μια «ανεξάρτητη» αρχή: το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ).

Αυτή η «ανεξάρτητη» αρχή ιδρύθηκε το 1989 και κατοχυρώθηκε συνταγματικά με την αναθεώρηση του Απριλίου 2001. Για να κατοχυρωθεί η «ανεξαρτησία» της έναντι της εκτελεστικής εξουσίας συνδέθηκε άμεσα με το Κοινοβούλιο το οποίο επιλέγει (με πλειοψηφία των 4/5 της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής) τα επτά μέλη του που θα υπηρετήσουν για τέσσερα χρόνια και μέχρι δύο θητείες.

Η φιλοσοφία του ΕΣΡ περιγράφεται καλύτερα από το ίδιο: «Η τηλεόραση είναι δημόσιο αγαθό και παραχωρείται η δυνατότητα χρήσεως σε τηλεοπτικούς σταθμούς για την προβολή προγραμμάτων εντός των ορίων που διαγράφονται από την προαναφερθείσα διάταξη του Συντάγματος, δηλαδή προς μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, προϊόντων λόγου και τέχνης και πάντοτε με ποιοτική στάθμη που επιβάλλει η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας και ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου». Αυτή η ηθικοπλαστική αποστολή του έχει ανατεθεί (δυστυχώς) από το άρθρο 15, παρ. 2 του εξαιρετικά πατερναλιστικού Συντάγματος μας. Το άρθρο 15 μαζί με το εξίσου συντηρητικό και απαράδεκτο άρθρο 16 αποτελούν (ιδίως όπως εφαρμόζονται) όνειδος για μια φιλελεύθερη δημοκρατία που είναι και μέλος της ΕΕ.

Σύμφωνα λοιπόν με τον κανονισμό του ΕΣΡ: «οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές πρέπει να εξασφαλίζουν την ποιοτική στάθμη που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοτηλεοράσεως και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, ενώ εξάλλου πρέπει να τηρούνται οι γενικά παραδεκτοί κανόνες της ευπρέπειας και καλαισθησίας στη γλώσσα και στη συμπεριφορά» (sic). Ανατριχιάσατε;

Ας δούμε πώς εκπληρώνει την αποστολή του το ΕΣΡ. Χθες (3/5) ανακοίνωσε την επιβολή προστίμου €50.000 ευρώ στον τηλεοπτικό σταθμό Antenna για την εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» της 19ης Ιανουαρίου 2011. Η απόφαση εξεδόθη έπειτα από καταγγελία (βουλευτή της ΝΔ) για προσβολή θεσμών. Οι θεσμοί προσεβλήθησαν επειδή ο παρουσιαστής της εκπομπής Αντώνης Κανάκης είπε στην εκπομπή τα εξής: «…λειτουργούν σαν κλίκα οι βουλευτές. Είναι μια σπείρα των 300. Καλύπτει ο ένας τον άλλον». Αυτό θεωρήθηκε από το ΕΣΡ «μια επικίνδυνη γενίκευση». Μειοψήφησε μόνο ένα μέλος (δημοσιογράφος) που θεώρησε ότι το πρόστιμο θα έπρεπε να ανέλθει στα €70.000 ευρώ…

Πραγματικά δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω.

Η απόφαση αυτή και μόνο μετατρέπει την Ελλάδα σε μια χώρα στην οποία η ελευθερία του λόγου περιορίζεται πλέον απροσχημάτιστα και σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό. Επιπλέον η απόφαση αυτή δεν είναι μια «κακή στιγμή» του ΕΣΡ. Έχει προηγηθεί πλήθος παρόμοιων και χειρότερων αποφάσεων στις οποίες, αν και έχει ασκηθεί καταλυτική κριτική, δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει καθόλου τα μέλη του.

Προσπαθώντας να βρω περισσότερες πληροφορίες για την απόφαση επισκέφτηκα την πολύ καλά οργανωμένη σελίδα του ΕΣΡ (http://www.esr.gr). Νομίζω ότι όλοι οι Έλληνες πολίτες θα πρέπει να την επισκεφτούν για να συνειδητοποιήσουν (όπως κι εγώ σήμερα για πρώτη φορά) την έκταση του περιορισμού της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης στην Ελλάδα. Στο τεράστιο αρχείο του ΕΣΡ μπορεί κανείς να βρει πλήθος αποφάσεων που θα τον κάνουν να αγανακτήσει και ταυτόχρονα να τρομοκρατηθεί.

Για παράδειγμα βρήκα τυχαία μια άλλη απόφαση για την ίδια εκπομπή (373/2010). Αναφέρεται σε «προσβλητικό» περιεχόμενο του «Ράδιο Αρβύλα» για τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο και καταλήγει ως εξής: «Οι σατιρικές εκπομπές δεν είναι ανεξέλεγκτες και έχουν εκ του Συντάγματος την υποχρέωση σεβασμού της αξίας του ανθρώπου και τηρήσεως των γενικά παραδεκτών κανόνων ευπρεπείας». Όταν μια δημοκρατία θέτει όρια ακόμα και στη σάτιρα (και μάλιστα στην πολιτική σάτιρα) δεν θα πρέπει πλέον να θεωρείται φιλελεύθερη. Η Ελλάδα αρχίζει να μοιάζει επικίνδυνα σ’ αυτό που ο Fareed Zakaria ονομάζει «μη-φιλελεύθερη δημοκρατία» ή «ψευδοδημοκρατία» ή «άδεια δημοκρατία», δηλαδή εκείνο το σύστημα πολιτικής οργάνωσης που, αν και οι εκλογές διεξάγονται κανονικά, οι πολίτες έχουν αποκοπεί από την απαραίτητη πληροφόρηση για τις δραστηριότητες όσων ασκούν εξουσία, διότι οι πολιτικές ελευθερίες και ιδιαίτερα η ελευθερία του τύπου και η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης έχουν περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό.

Σε αντίστοιχη περίπτωση (πολύ σοβαρής προσβολής που προκάλεσε ψυχική οδύνη σε δημόσιο πρόσωπο και μάλιστα ιερέα) το Αμερικάνικο Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε την περίφημη απόφαση Hustler Magazine v. Falwell (1988) όπου, σύμφωνα με τον Καθ. Σταύρο Τσακυράκη (Η Ελευθερία του Λόγου στις ΗΠΑ, 1997), επιβεβαίωσε την παράδοση «ότι η διατύπωση γνώμης για δημόσια πρόσωπα και πράγματα χαίρει απόλυτης προστασίας. Η διαφωνία, η εναντίωση, η προσβολή, η οργή, η αγανάκτηση, η ψυχική οδύνη δεν αποτελούν θεμιτές αιτιολογίες περιορισμού του λόγου. Γενικά η κρατική εξουσία δεν νομιμοποιείται να περιορίζει τον λόγο εξαιτίας του αντίκτυπου ή της επιρροής που αυτός έχει στο ακροατήριο.»

Πριν μερικά χρόνια στο Βήμα ο Καθ. Χαράλαμπος Ανθόπουλος, αφού περιέγραφε τους τρόπους με τους οποίους η Ελλάδα είναι η ευρωπαϊκή χώρα, στην οποία η ελευθερία της πληροφόρησης, δηλαδή η ελευθερία του Τύπου και της ραδιοτηλεόρασης, υπόκειται στους πλέον ασυνήθεις και δρακόντειους περιορισμούς, αναρωτιόταν: «Πώς φθάσαμε στο σημείο αυτό; Γιατί στην Ελλάδα επικράτησε η ιδέα ότι ο τομέας των μέσων ενημέρωσης είναι ένα ανοικτό χωράφι στο οποίο ο συνταγματικός και ο κοινός νομοθέτης μπορούν να παρεμβαίνουν σχεδόν ελεύθερα και απεριόριστα, κατά περιφρόνηση της ελευθερίας της πληροφόρησης;» Διότι, απαντά ο ίδιος, η ελευθερία του λόγου και της πληροφόρησης προκαλεί ένα «έντονο αίσθημα ανασφάλειας στην ‘πολιτική τάξη’».

Με την τελευταία απόφασή του το ΕΣΡ προσπάθησε να προστατεύσει αυτή την πολιτική τάξη, τα μέλη του ελληνικού κοινοβουλίου (που το διορίζουν). Προφανώς δεν τα κατάφερε. Κατάφερε, αντίθετα, να μας δώσει το δικαίωμα να βάζουμε εισαγωγικά στη λέξη «ανεξάρτητο» όταν το χαρακτηρίζουμε. Κατάφερε όμως κυρίως να υποβαθμίσει, ακόμα μια φορά, την Ελληνική Δημοκρατία. Το έκανε μάλιστα και την κατάλληλη ημέρα, γιατί η 3η Μαΐου έχει ανακηρυχτεί από τα Ηνωμένα Έθνη ως η ημέρα της ελευθερίας του τύπου. Μόνο που εμείς δεν φαίνεται να έχουμε και πολλά να γιορτάσουμε.

Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας & Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών.