Ο Θανάσης Βέγγος ήταν ένας αριστοφανικός ήρωας με την ψυχή του λαϊκού καθημερινού ανθρώπου. «Ο αρχαίος Ελληνας είναι ωραίος, αθλητικός, με νου και σώμα υγιές» γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου του «Ενας άνθρωπος παντός καιρού» ο Γιάννης Σολδάτος. «Ο διαχρονικός είναι και αυτός ωραίος σαν Ελληνας, σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο. Ο Νεοέλληνας πώς είναι; Σαν τον Θανάση Βέγγο: σκονισμένος».
Ο Θανάσης Βέγγος ήταν ο καλός μας άνθρωπος, ο τίμιος άνθρωπος, εκείνος που μετέτρεψε την κατεργαριά σε αισθητική, ο άνθρωπος που διαρκώς τρέχει και δεν φτάνει.

«’Η τρελός είναι αυτός ή άγιος» έγραψε για τον Βέγγο ο Νίκος Κούνδουρος για την εμπειρία τους στη Μακρόνησο. Από τον Κούνδουρο άλλωστε άρχισαν όλα αφού τον χρησιμοποίησε πρώτος στη «Μαγική πόλη» το 1955. «Αν δεν συναντιόμασταν στον στρατό με τον Νίκο Κούνδουρο, δεν θα υπήρχε στο πανί ούτε Θανάσης ούτε Βέγγος» είχε πει ο ίδιος ο Βέγγος σε συνέντευξή του στον Τάκη Παπαγιαννίδη για το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» το 1971. Ο Βέγγος εκείνη την εποχή εργαζόταν σε μαγαζί με δέρματα. Ο Κούνδουρος τον συνάντησε στον στρατό με αφορμή μια παράσταση που θα ανέβαζε. «Θανάση, όταν απολυθούμε, θα παίζεις σε μια ταινία που θα φτιάξω» του είχε πει. Και έτσι ακριβώς έγινε, αν και αρχικώς ο Βέγγος δεν ήθελε να παίξει στον κινηματογράφο. Ο κινηματογράφος όμως του έλυσε το βιοποριστικό ζήτημα. Τα επόμενα δύο χρόνια ο Βέγγος εμφανίστηκε σε 22 ταινίες (!) κρατώντας δεύτερους ή τρίτους ρόλους. Λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε ο «Δράκος» και από τη δεκαετία του ’60 και μετά η λαμπρή παρουσία του Θανάση Βέγγου κυρίως στην κινηματογραφική κωμωδία.

«Ενας άνθρωπος που φέρνει μνήμες από το παρελθόν, από τον Μικρασιάτη, από τον άνθρωπο του Εμφυλίου, από τον άνθρωπο της εξορίας, από τον άνθρωπο της μετα-εποχής του Εμφυλίου» έχει αναφέρει γι’ αυτόν ο Παντελής Βούλγαρης, ο οποίος σκηνοθέτησε τον Βέγγο σε μία από τις τελευταίες ταινίες του, την «Ψυχή βαθιά». Και συνοψίζοντας όλο το εύρος του ηθοποιού ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος, με τον οποίο συνεργάστηκε στο «Βλέμμα του Οδυσσέα»: «Ο Θανάσης Βέγγος είναι λαϊκός ποιητής».
Η τελευταία φορά που τον είδα από κοντά ήταν πριν ακριβώς από έναν χρόνο, όταν το Μουσείο Επιστημών και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών είχε διοργανώσει γι’ αυτόν μια εκδήλωση με αφορμή την ονομασία της κινηματογραφικής αίθουσας του αμφιθεάτρου του με το όνομα «Θανάσης Βέγγος». «Είναι το ελάχιστο αντίδωρό μας για τον άνθρωπο που επί μισό αιώνα μας δίδαξε τέχνη, ήθος και ανθρωπιά» είχαν πει τότε οι υπεύθυνοι.
Ολοι ήθελαν να τον ασπαστούν. Γονάτιζαν μπροστά του. Του φιλούσαν το χέρι. Του το έσφιγγαν με ειλικρίνεια. Του έλεγαν ιστορίες από το παρελθόν. Ορισμένοι του θύμιζαν πού είχαν γνωριστεί. Ενα παιδάκι φώναξε: «Θέλω τον Βέγγο για παππού μου!». Του έδιναν κάρτες με χειρόγραφες αφιερώσεις. Κάποια στιγμή τον άκουγες να μουρμουρίζει: «Χρειάζεσαι μια σταγόνα καθαρό νερό…». Ηταν η αρχή της αφιέρωσης σε μια κάρτα. Και εκείνος υπομονετικά τους άκουγε. Ολους. Απαντούσε σε όλους. Φωτογραφιζόταν με όλους. «Αχ, φίλε μου καλέ!» έλεγε και ξανάλεγε σε όποιον του μιλούσε. Αντιλαμβανόσουν τη γνησιότητα της ειλικρίνειας στη φωνή του.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα λόγια του Βέγγου από εκείνη την εκδήλωση, μία από τις εκατοντάδες εκδηλώσεις που γίνονταν προς τιμήν του _ και πήγαινε πάντοτε σε όλες.

«Να μη μου λέτε “μεγάλη μου τιμή που σας γνωρίζω!”» έλεγε ο Βέγγος. «Τι θα πει “μεγάλη μου τιμή”; Μεγάλη μου χαρά να λέτε! Χαρά! Χαίρομαι που σε βλέπω, Θανάση! Αυτό να λέτε. Αυτό να λέτε, καλοί μου άνθρωποι!».