70η επέτειος χθες της εισόδου των Γερμανών κατακτητών στην Αθήνα – και όχι των ναζί όπως πολύ συχνά εκ παραδρομής λέμε: δεν επιτέθηκε η… νεολαία του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στην Ελλάδα, ο γερμανικός στρατός, η Βέρμαχτ, επιτέθηκε. Γράφοντας λοιπόν χθες για τον Κωνσταντίνο Κουκίδη, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μπορούσε να προκληθεί τόσο μεγάλη και έντονη συζήτηση, στην οποία ζητήθηκαν και οφείλονται κάποιες απαντήσεις.

Υπήρξε λοιπόν ή όχι ο Κωνσταντίνος Κουκίδης; Επεσε ή όχι το πρωί της 27ης Απριλίου 1941 από την Ακρόπολη τυλιγμένος στην Ελληνική σημαία για να μην παραδώσει την ίδια και τον Ιερό Βράχο στους Γερμανούς κατακτητές; Οι απαντήσεις οφείλονται σε δύο επίπεδα. Στο καθαρά πραγματολογικό: τι συνέβη, αν συνέβη, εκείνο το πρωί. Και στο συμβολικό: για τη λειτουργία αυτής της ιστορίας, όπως και εκείνης άλλων ηρώων, στη συλλογική μνήμη.

Ασφαλώς, όσα θα αναφερθούν παρακάτω, για κάποιους δεν αποτελούν επαρκές αποδεικτικό υλικό. Είναι θεμιτό. Δυστυχώς, όμως, στη μόλις κατεχόμενη Αθήνα του 1941, που είχε βγει από δύο πολέμους, δεν υπήρχαν ούτε κάμερες επί τόπου, ούτε εξετάσεις DNA, ούτε… CSI να ξεσκονίζει κόκαλα…

Επιπλέον, ο Κουκίδης δεν ήταν και δεν περιγράφεται ως κάποιος διάσημος, ή έστω γνωστός, ένα πρόσωπο με ρόλο και πεδίο δράσης ορατό πριν από εκείνη την ημέρα, αλλά ένας πολύ απλός, καθημερινός άνθρωπος που βρέθηκε μπροστά σε ένα φοβερό κι αναπάντεχο καθήκον.

Οι αρνητές της ύπαρξής του δεν κομίζουν αποδεικτικά στοιχεία γι αυτή την άρνηση. Κανένα στοιχείο. Απλώς, προβάλλουν ως κυριότερα επιχειρήματα του σκεπτικισμού τους κυρίως τα εξής: ότι ουδείς διεκδίκησε τον Κουκίδη μετά θάνατον ως δικό του νεκρό. Είναι όμως ο πρώτος ή ο τελευταίος άνθρωπος που φεύγει, ακόμα και σήμερα, από τη ζωή και, δυστυχώς, δεν τον αναζητά κανείς; Ειδικά εκείνη τη στιγμή, κάτι τέτοιο θα ήταν ίσως και θανατηφόρο.

Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει με πολλούς άλλους ανθρώπους, ακόμα και ήρωες, όπως σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου; Δεν έχει κι εκείνη, μεταξύ των γνωστών και καταγεγραμμένων και κάποιους «ορφανούς» ήρωες; Αυτό τους κάνει λιγότερο ήρωες; Ασφαλώς όχι.

Επιπλέον, ξεφεύγουν από την πραγματικότητα της στιγμής όσοι δεν αντιλαμβάνονται τι γινόταν στην Αθήνα από τα τέλη Απριλίου του 1941 και μετά: το απόλυτο χάος, το οποίο δεν ομαλοποιήθηκε παρά μετά από το τέλος της γερμανικής κατοχής, για να μην πει κανείς και πολύ αργότερα.

Προβάλλεται ακόμα το επιχείρημα ότι δεν είναι καταγεγραμμένος στη στρατιωτική δύναμη των Αθηνών. Μα δεν υποστήριξε κανείς ότι ήταν στρατιώτης. Η ιδιότητα του εύζωνα δεν ήταν υποχρεωτικά συνδεδεμένη μόνον με το στρατό, παρά το γεγονός ότι δήλωση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού τον έχει αναφέρει ως υπαρκτό πρόσωπο στο παρελθόν. Φέρεται να ήταν μέλος της ΕΟΝ και το γεγονός αυτό προφανώς κοιταγμένο έξω από το ιστορικό του πλαίσιο – δηλαδή ότι τότε ήταν η μισή Ελλάδα μέλος… – επηρεάζει ακόμα και σήμερα αρνητική την αποδοχή του από πολλούς.

Αναφέρεται ακόμα ότι δεν έχει βρεθεί ο τάφος του. Πηγές περιγράφουν την ταφή του σε ομαδικό τάφο. Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει, μεταξύ άλλων, όχι με τον Κουκίδη, αλλά με μια από τις πιο μεγάλες μορφές που γέννησε η ανθρωπότητα, τον Μότσαρτ και για τις οποίες επί δύο αιώνες ερευνά η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα; Τα οστά του δεν έχουν βρεθεί ακόμα και σήμερα…

Πάντως, οι αρνητές του δεν απαντούν στο ερώτημα τι έγινε η φρουρά της Ακρόπολης και γιατί δεν καταγράφεται η δύναμή της – γιατί κάποιος ανέβαζε και κατέβαζε την ελληνική σημαία μέχρι το πρωί της 27ης. Ή στο ερώτημα πώς δημιουργήθηκε αυτός ο «μύθος». Δεν απαντούν επίσης στο πώς και γιατί προέκυψαν τα στοιχεία που αναφέρονται πιο κάτω, όπως οι προσωπικές πρωτογενείς μαρτυρίες που αποτελούν ιστορική πηγή, οι αναφορές στον Τύπο της εποχής εντός και εκτός Ελλάδος, οι αναφορές σημαντικών προσώπων στο θέμα ήδη από τον ίδιο εκείνο μήνα.

Όμως, το σημαντικότερο ίσως είναι ότι δεν απαντούν στο ερώτημα γιατί επιμένουν στην κατεδάφιση της υπόθεσης Κουκίδη, όταν χωρίς να υπάρχουν στοιχεία για το ότι δεν υπήρξε, υπάρχει πλήθος υλικού που στηρίζει το αντίθετο.

Γιατί ένας τέτοιος εθνικός ήρωας, πρέπει οπωσδήποτε να καταρρεύσει; Ποια είναι τελικά η βαθύτερη αιτία γι αυτό και, κυρίως, ποια είναι η βαθύτερη λειτουργία των ηρώων, που, για τους ίδιους και τη δράση τους, πολύ συχνά γνωρίζουμε πολύ λιγότερα από όσα θα θέλαμε; Όμως, αυτό, τους κάνει πραγματικά λιγότερο ήρωες; Αν ναι, ο κατάλογος των κατεδαφίσεων θα είναι μακρύς και γεμάτος μεγάλα ονόματα. Όμως, αληθινά, γιατί;

Χρειαζόμαστε απελπιστικά πολύ σήμερα τους ήρωες. Ολων των πλευρών. Γιατί το σημαντικό δεν είναι το τι πίστευαν. Το σημαντικό είναι ότι έδωσαν τη ζωή τους, έγινα θυσία για το ιδανικό. Αυτό τους δίνει την αίγλη τους. Γι αυτό και οι ήρωες, όλων των πλευρών, ειδικά τόσα χρόνια μετά τις φοβερές εσωτερικές συγκρούσεις στην Ελλάδα, είναι ήρωες όλων μας.

Παρά το γεγονός ότι ορισμένες απόψεις εκφράστηκαν με τρόπο που ακροβατεί στα όρια του διαλόγου, η έκπληξη αυτού του αναπάντεχου διαλόγου ήταν ευχάριστη, ακριβώς γιατί το να γίνεται ένα τέτοιο θέμα πεδίο διαλόγου και αντιπαραθέσεων είναι γεγονός ευοίωνο. Ειδικά όταν η συζήτηση που πυροδοτεί, απλώνεται σε ευρύτερα, πολύ σημαντικά πεδία που διαμόρφωσαν και καθορίζουν ακόμα και σήμερα την ψυχική και όχι μόνον συλλογική μας υπόσταση.

Μεταξύ των δεδομένων που έχουν προκύψει από τις έρευνες για τον Κωνσταντίνο Κουκίδη – μπορεί ο καθένας εύκολα να αναζητήσει ακόμα και στο διαδίκτυο και φυσικά στη βιβλιογραφία αυτό και άλλο σχετικό υλικό – είναι και τα ακόλουθα:

Η κυβέρνηση Τσολάκογλου, με εντολή της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης Αθηνών υποχρεώνεται να ανακοινώσει ότι ο φρουρός της σημαίας στην Ακρόπολη πέθανε από έμφραγμα. Ως αιτία, αναφέρθηκε η «συγκίνησή» του, επειδή ήταν υποχρεωμένος να παραδώσει τη σημαία που φρουρούσε. Ηταν, προφανώς, μια πράξη προπαγάνδας που σκοπό είχε να πνίξει έναν θρύλο την ώρα που γεννιόταν. Όμως, παραδεχόταν έτσι, και μάλιστα με τη γερμανική κατοχική «βούλα», ότι ο θρύλος είχε βασιστεί σε μιαν αλήθεια.

Σύμφωνα με τον ίδιο τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο, «Ο Έλλην φρουρός τής Ελληνικής σημαίας επί τής Ακροπόλεως, μη θελήσας να παραστή μάρτυς του θλιβερού θεάματος της αναρτήσεως της εχθρικής σημαίας, ώρμησεν εκ της Ακροπόλεως κρημνισθείς και εφονεύθη. Εκάθησα στο γραφείον μου περίλυπος μέχρι θανάτου και δακρύων…».

Η εφημερίδα Daily Mail, στις 9 Ιουνίου 1941, σε δημοσίευμα με τίτλο «Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο» μεταδίδει ότι: «Ο Κώστας Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης ο οποίος φρουρούσε το εθνικό σύμβολο των Ελλήνων πάνω στην Ακρόπολη, τυλιγμένος με την γαλανόλευκη, εφόρμησε στο κενό και αυτοκτόνησε».

Σύμφωνα με τον Nicolas Hammond, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, αξιωματικού Ειδικών Επιχειρήσεων στην Ελλάδα κατά την Κατοχή «Την 27ην Απριλίου 1941, λίγο προτού χαράξει, όλα ήσαν κλειστά. Τότε έμαθα ότι οι Γερμανοί διέταξαν τον φρουρό τής Ακροπόλεως να κατεβάσει το ελληνικό σύμβολο. Πράγματι, εκείνος την υπέστειλε. Τυλίχθηκε με αυτήν και αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τον βράχο…».

Ο Μενέλαος Λουντέμης στο διήγημά του «Τα άλογα του Κουπύλ», που γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1944, γράφει κι εκείνος: «…την κατέβασε, τυλίχθηκε μέσα κι έπεσε χωρίς ηρωισμούς απ’ το βράχο».

Το Λεύκωμα «Έπεσαν για τη ζωή», του ΚΚΕ αναφέρει ότι: «Τη στιγμή που άλλοι έδιναν γη και ύδωρ στους χιτλερικούς, ο Έλληνας στρατιώτης, πιστός στα πατριωτικά ιδανικά, προτίμησε να αυτοκτονήσει τυλιγμένος με τη γαλανόλευκη, πέφτοντας από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, παρά ν’ ανεβάσει στον ιστό τη σβάστικα».

Ο συγγραφέας Ιωάννης Γιαννόπουλος έγραψε για τον Κουκίδη ότι «Είναι μόλις 17 χρονών και μέλος της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ). Μόλις χθες η τοπική επιτροπή της Νεολαίας του Θησείου απεφάσισε όπως τα νεαρά της μέλη εκτελούν τα καθήκοντα του φρουρού της σημαίας μέχρις ότου το κατοχικό κράτος θα απεφάσιζε -με την συνεργασία των κατοχικών δυνάμεων- το τι θα έμελλε να γίνει».

Σύμφωνα με τον αντιστασιακό ερευνητή Κώστα Γ. Κωστόπουλο: «ο Ήρωας Στρατιώτης, χτυπώντας πάνω στα βράχια, στην διαδρομή τής πτώσεώς του στον γκρεμό από τον βράχο τής Ακροπόλεως, όταν τελικά κατατρακυλώντας, έπεσε στην οδό Θρασύλλου στήν Πλάκα, είχε πολτοποιηθεί και η στολή του ήταν καταξεσκισμένη. Όταν τον περιμάζεψαν δύο-τρεις κάτοικοι τής Πλάκας, δεν βρήκαν τίποτε επάνω του εκτός από ένα τσαλακωμένο ταχυδρομικό δελτάριο στο οποίο έγραφε πολύ κακογραμμένα το όνομα τού παραλήπτη: Κωνσταντίνος Κουκίδης. Αυτά τα στοιχεία είχαν καταθέσει δύο γέροντες σχετικά με το ανωτέρω περιστατικό».

Ο αντιστασιακός Χαράλαμπος Ρούπας γράφει: «…τελικά, συναντήσαμε τον γερο-τσαγκάρη. Δυσκολευθήκαμε όμως να τού δώσουμε να καταλάβει το τι θέλαμε να μας πει, διότι ούτε άκουγε, κι ούτε έβλεπε καλά. Στο τέλος, συγκινημένος, μας είπε: “Εκείνη την ημέρα είχαμε κλεισθεί στα σπίτια μας, όπως κι όλη η Αθήνα. Εγώ τότε ήμουν 16 χρονών. Ακούσαμε στον δρόμο μία γριά που στρίγκλιζε. Πεταχθήκαμε τότε στον δρόμο δύο-τρεις, για να δούμε το τι συμβαίνει, και τότε είδαμε το τραγικό αυτό θέαμα: Ένα χιλιοστραπατσαρισμένο πτώμα ντυμένο στο χακί και μία σημαία γύρω του ματωμένη. Χαρτιά, πορτοφόλι κλπ. δεν βρέθηκαν επάνω του, εκτός από ένα δελτάριο που έγραφε το όνομά του. Τό δελτάριο το κράτησε ένας φίλος τού πατέρα μου. Επειδή ο πατέρας μου κι εγώ μοιράζαμε κολώνες πάγου στα σπίτια, είχαμε ένα καρότσι. Το έβαλαν το παλληκάρι μέσα μαζί με την σημαία, το σκέπασαν με μία κουβέρτα και το πήγαν μαζί με τον φίλο του στο Α΄ Νεκροταφείου και το έθαψαν. Εκεί βρήκαν έναν παπά και του είπαν τι είχε συμβεί. Αυτός τούς πήγε σε έναν ανοικτό τάφο, τύλιξαν το παλληκάρι με ό,τι είχε μείνει από την σημαία, είπε και δύο-τρία λόγια ο παπάς και το παράχωσαν…»

Ο Κυριάκος Γιαννακόπουλος αναφέρει: «Την ώρα ακριβώς που έπεφτε το παιδί με την σημαία τυλιγμένο και κτυπούσε στους βράχους. Έκανα να τρέξω προς τα εκεί και δεν μπορούσα. Ναι προσπάθησα, να πάω και εγώ εκεί… Το παιδί… τρέξανε, χάλασε ο κόσμος, έγινε σεισμός εκείνη την ώρα που είδαν το παιδί, όλος ο κόσμος αναστατώθηκε. Πού να πάω εγώ παιδάκι τότε, να χωθώ, εκεί μέσα στην στοά της Ακροπόλεως, να μαζέψω… να προσφέρω τι; Απλώς πήρα τα πράγματά μου και έφυγα. Σκοτώθηκε εκείνη την ώρα. Κτύπησε στους βράχους και εκτινάχθηκε. Το θυμάμαι, το βλέπω σαν να το βλέπω τώρα. Αυτό το πράγμα δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από τα μάτια μου, μόνο όταν πεθάνω!».

Ο Στάθης Αρβανίτης: «Ήμουνα τότε επτά χρονών. Μέναμε ακριβώς κάτω απ’ την Ακρόπολη. Εκείνη την ημέρα στις 27 Απριλίου -μια ημέρα ηλιόλουστη με καθαρότατο ουρανό- ο πατέρας μου είχε απαγορέψει και στον αδελφό μου και στην μητέρα μου να βγούνε απ’ το σπίτι. Εγώ ήμουνα στην ταράτσα και έπαιζα με το αυτοκινητάκι μου. Ξαφνικά βλέπω ένα σώμα, μάλλον πρέπει να ‘τανε τσολιάς, να πέφτει από την Ακρόπολη και να χτυπιέται στους βράχους. Κατέβηκα κάτω και το ανέφερα στον πατέρα μου, ο οποίος μέσα στην σύγχυση την στιγμή που έμπαιναν οι Γερμανοί, κάπως δεν με πίστεψε. Μετά 15 ημέρες έρχεται και μου λέει: “Μικρέ είχες δίκιο. Το είπε το BBC.”»

Τέλος, ο αντιστασιακός Σπύρος Μήλας δηλώνει ότι τον γνώρισε και τον περιγράφει ως έναν 20χρονο νέο, μάλλον κοντό κι αδύνατο, ακομμάτιστο, οικοδόμο στο επάγγελμα και κάτοικο Περάματος ή Κερατσινίου…


gmalouchos@tovima.gr