Η προσφορά εργασίας από τις Δημόσιες Υπηρεσίες και Επιχειρήσεις στην Ελλάδα υπήρξε, σε δεδομένες συνθήκες, ένα «μαξιλάρι» στην πιεστική πραγματικότητα της μείωσης της απασχόλησης στον Ιδιωτικό Τομέα.

Σε παλιότερες εποχές, τις «λύσεις» τις προσέφερε είτε η μετανάστευση είτε ακόμη και ο πόλεμος, με την βίαιη μεταβολή του πληθυσμού, κυρίως παραγωγικής ηλικίας.

Σε γενικές γραμμές, δεν υπάρχει οργανωμένη πολιτεία σε διεθνή κλίμακα που να μην απασχολεί προσωπικό, μόνιμο ή έκτακτο, πλήρους ή μερικής απασχόλησης. Από την απόλυτη κρατική προσφορά και υποχρεωτική διανομή θέσεων μέχρι τις κοινωνίες με νεοφιλελεύθερες φιλοσοφίες για την αγορά και την απασχόληση, παντού υφίσταται, ανάλογη παρουσία δημοσίων υπαλλήλων.

Το στοιχείο που διαφοροποιεί τα παραπάνω, αφορά το μέγεθος, την έκταση των δραστηριοτήτων, το «κόστος» που μετακυλίεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέσω της γενικής φορολογίας στο σύνολο των πολιτών και την αγορά αλλά και το μερίδιο του αντίστοιχου κόστους στο Α. Ε. Π.

Στην διάρκεια της μεταδικτατορικής περιόδου, το σύνολο των κυβερνητικών κομμάτων, για πολιτικούς αλλά και για μικροπολιτικούς – πελατειακούς λόγους κατά κύριο λόγο, διόγκωσαν μέχρις ασφυξίας δεκάδες οργανισμούς, εκατοντάδες άνευ ή επικαλυπτόμενου αντικειμένου φορείς και υπηρεσίες με απροσδιόριστο αριθμό προσωπικού, πολλές φορές υπέρτερο ακόμη και των θέσεων εργασίας που ήταν οργανικά χωροθετημένες στις εγκαταστάσεις τους.

Χωρίς αμφιβολία, σε περιόδους έντασης των καταναλωτικών δαπανών του Προϋπολογισμού, η προσφορά χρήματος μέσω της απασχόλησης στο «δημόσιο» υπήρξε καταλυτική για την ενίσχυση ή ακόμη και την απόλυτη στήριξη τοπικών οικονομιών, με την συμβολή επίσης των ενισχύσεων από τα Κοινοτικά Ταμεία και των επιχορηγήσεων για την «επιχειρηματικότητα» στην Περιφέρεια, μέσω των Αναπτυξιακών νόμων.

Από την γενική ευφορία, αν και συνήθως καταγγέλοντες τα πάντα, οι κομματικοί μηχανισμοί των «προοδευτικών» κομμάτων φρόντισαν να μην απουσιάσουν, στον βαθμό που τους αναλογούσε (π. χ Τοπική Αυτοδιοίκηση).

Δεν είναι άτοπο το επιχείρημα πως, οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου θα ήταν αρκετά μικρότερες εάν δεν έπρεπε να καταβάλει αμοιβές στις «λεγεώνες» περιφερόμενων ένθεν – κακείθεν υπαλλήλων, χωρίς περιγραφή εργασίας, καθηκοντολόγιο, «στόχους» κ. α. «καπιταλιστικά».

Παράλληλα, τα ύψη των –συνολικών- αμοιβών των υπαλλήλων, σε συνδυασμό με το δέλεαρ της «χαλαρής» απασχόλησης, της ευχερέστερης μέχρι πρότινος συνταξιοδότησης κ. α. «προνόμια» (εννοείται παραθέτουμε μόνον τα σύννομα…..) ήταν υψηλότερα από τα συνήθως προσφερόμενα από την ιδιωτική πρωτοβουλία, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερος κόπος για την κάρπωσή τους.

Η ολιγορία κυβερνήσεων και διοικητικών στελεχών ως προς την βελτίωση της ποιότητας του προσωπικού και της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών, η απουσία εφαρμογής στοιχειωδών κανόνων διοίκησης (π. χ. διευθυντικό δικαίωμα), το πρακτικώς «ακαταδίωκτο» ακόμη και επίορκων υπαλλήλων, πολύ συχνά με την πίεση των κομματικών μηχανισμών και της συνδικαλιστικής «αλληλεγγύης» με το –γελοίο- πρόσχημα των «διώξεων» ακόμη και όταν αδικήματα κοινού ποινικού δικαίου διεπράττοντο «επ’αυτοφόρω», κατόρθωσαν, αν μη τι άλλο, να ευτελίσουν σε καταστροφικό βαθμό την εικόνα, τόσο των υπαλλήλων, όσο και το ηθικό αρκετών, εντίμων, φιλότιμων & ικανών που «εγκλωβίστηκαν» στα δημοσιοϋπαλληλικά βαλτοτόπια.

Οι υποχρεώσεις που αναλάβαμε από το μνημόνιο επιβάλλουν, εκτός άλλων και «αβαρίες» της μορφής «λιγότερο προσωπικό στο Δημόσιο» και εκλογίκευση των αμοιβών. Ατυχώς -και ευτυχώς αντίστοιχα- η συνταγματική τάξη δεν επιτρέπει την «απόλυση» Δημοσίου Υπαλλήλου, εκτός και αν συντρέχουν λόγοι ποινικού ή ηθικού κολασμού των –αποδεδειγμένων- πράξεών του. Η κυβερνητική λοιπόν και δημοσιοποιούμενη -grosso modo- λύση για μικρό χρονικό διάστημα, φαίνεται να είναι η – άνευ αποδοχών – «άδεια» με παροχή δικαιώματος απασχόλησης εκτός Δημοσίου.

Με λίγα λόγια, ο «Χ» υπάλληλος της «Ψ» Δ. Ο. Υ, θα μπορεί να «απασχοληθεί» σε μια επιχείρηση «Κ» της περιοχής ευθύνης του, αξιοποιώντας τις πολύπλευρες σχέσεις που θα είχε αναπτύξει στο πλαίσιο της δημοσιοϋπαλληλικής του θητείας (λέμε τώρα…..). Η επιχείρηση προφανώς, μιας και ο «Χ» θα εξακολουθεί να διαθέτει δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, άρα και ασφάλιση, δεν θα καταβάλλει ανάλογες εισφορές.

Με αυτόν τον τρόπο όμως, αφενός θα λειτουργεί με όρους «αθέμιτου» ανταγωνισμού, αφετέρου η αγορά θα «χάσει» μια θέση εργασίας που θα προορίζονταν για έναν λιγότερο ή περισσότερο νέο, έμπειρο και φιλόδοξο εργαζόμενο (στην περίπτωση που, όντως, η «Κ» είχε πραγματική ανάγκη για την θέση του «Χ»).

Το ενδεχόμενο, η «Κ» και ο «Χ» να κατέβαλλαν ασφάλιστρα και λοιπές κρατήσεις με κριτήριο τις αποδοχές «ενεργείας» του «Χ», ελέγχεται ως σενάριο «επιστημονικής» φαντασίας.

Τα πράγματα λοιπόν είναι πολύ σοβαρά για να αντιμετωπίζονται ως ευφυολόγημα. Οι «αρμόδιοι» καλούνται να πάρουν θέση, εγκαταλείποντας το μάχεσθαι υπέρ «πάρτης» δικαιολογώντας για μια τουλάχιστον φορά τα θεσμικά τους καθήκοντα και υποχρεώσεις.

*Ο κ. Δ. Πατσάκης είναι οικονομολόγος