Oπως και στον προβληματισμό γύρω από το τσιγάρο, έτσι και σε αυτόν του τζόγου υπάρχει μια φιλελεύθερη και μια πουριτανική/αυταρχική θέση. Η τελευταία πρεσβεύει πως επειδή ο τζόγος έχει συχνά καταστρεπτικά αποτελέσματα για τον τζογαδόρο και την οικογένειά του, απαιτείται, αν όχι απαγόρευση, τουλάχιστον πολύ αυστηρός έλεγχος των επιχειρήσεων που προσφέρουν τέτοιου είδους υπηρεσίες. Από την άλλη μεριά, η φιλελεύθερη θέση είναι ότι ο ενήλικος πρέπει να μπορεί να αποφασίσει ο ίδιος αν θέλει ή όχι να «ζει επικινδύνως». Σε μια δημοκρατική κοινωνία δεν είναι δυνατόν το κράτος να εμποδίζει τους πολίτες να βάζουν στοιχήματα ή να παίζουν τυχερά παιχνίδια. Επιπλέον δεν είναι δυνατόν σε μια ανοιχτή οικονομία η κυβέρνηση να εμποδίζει έναν επιχειρηματία να προσφέρει υπηρεσίες που διευκολύνουν το «επικινδύνως ζην».

Μεταξύ όμως της αυταρχικής και της φιλελεύθερης μπορεί κανείς να υποστηρίξει και μια ενδιάμεση θέση. Από αυτή την τρίτη σκοπιά το δικαίωμα του ενήλικου ατόμου στην επιλογή δεν αμφισβητείται, με την προϋπόθεση όμως πως υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες που το οδηγούν να επιλέξει κατά έναν αναστοχαστικό, καλά πληροφορημένο τρόπο. Γιατί το πρόβλημα, στην κοινωνία της αγοράς στην οποία ζούμε, είναι πως δεν υπάρχει ουσιαστική επιλογή. Στο θέμα του τζόγου (όπως και σε αυτό του τσιγάρου) οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να πείσουν τους πολίτες να αποφεύγουν αυτό το επικίνδυνο σπορ είναι πολύ πιο καχεκτικές από αυτές που συστηματικά προσπαθούν να τους δελεάσουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πράγματι από το πρωί ως το βράδυ βομβαρδιζόμαστε με διαφημίσεις (μέσω τηλεόρασης και των άλλων μέσων μαζικής ενημέρωσης) που με χίλιους τρόπους προσπαθούν να μας πείσουν πως «και εμείς μπορούμε να κερδίσουμε», πως οι πιθανότητες επιτυχίας είναι μεγάλες, πως με τα πιθανά κέρδη μπορούμε να αποκτήσουμε απίθανα καταναλωτικά αγαθά, πως μπορούμε εύκολα να παίξουμε- ακόμη και από το σπίτι μας, μέσω Διαδικτύου κτλ.

Πού είναι όμως οι διαφημίσεις που παροτρύνουν για το αντίθετο, που ευαισθητοποιούν τον άνθρωπο στους κινδύνους του τζόγου; Πόσοι γνωρίζουν πως ο τζόγος μπορεί να δημιουργήσει τόσο ισχυρή εξάρτηση όσο τα σκληρά ναρκωτικά; Η ευρεία και συστηματική πληροφόρηση σε αυτά τα προβλήματα απλά δεν υπάρχει. Πρόκειται έτσι για μια κατάσταση προφανούς ανισορροπίας δύναμης μεταξύ εμπόρου και καταναλωτή- με τον τελευταίο να υφίσταται πλύση εγκεφάλου σε καθημερινή βάση.

Είναι με αυτόν τον τρόπο που η λογική της αγοράς και η αξία του κέρ δους αντί να βρίσκονται σε μια ισορροπία με άλλες αξίες, με άλλους θεσμικούς χώρους, κυριαρχούν απόλυτα και υποσκάπτουν συστηματικά την αξία της ατομικής αυτονομίας και της πολιτισμικής χειραφέτησης. Ζούμε με άλλα λόγια σε μια κοινωνία όπου όχι μόνο ο τζόγος αλλά και χίλιοι άλλοι τρόποι φυγής προγραμματίζουν τη ζωή μας και υπονομεύουν το «είναι μας» (με τη χαϊντεγκεριανή έννοια του όρου). Μέσα σε αυτή την πνευματική έρημο όπου όλο και περισσότερο το νόημα της ζωής εξισώνεται με την απόκτηση καταναλωτικών αγαθών, όπου η βασική ελευθερία είναι να πουλάς και να αγοράζεις οτιδήποτε στην αγορά, όπου οι τεχνικές φυγής από την πραγματικότητα έχουν αναχθεί σε ύψιστη τέχνη, σε μια τέτοια κοινωνία το «ζην επικινδύνως» μέσω του τζόγου είναι σχεδόν αναγκαίο για την αναπαραγωγή του συστήματος.

Σε ένα πρακτικό επίπεδο, τι μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα παραπάνω;

Πρώτον, η βασική αρχή είναι πως ο πολίτης πρέπει να έχει πολύ πιο συστηματική και ουσιαστική πληροφόρηση ως προς τους κινδύνους του τζόγου.

Δεύτερον, η κυβέρνηση δεν πρέπει να βάζει την ανάγκη αύξησης των κρατικών εσόδων (μέσω της φορολόγησης των τυχερών παιχνιδιών) πάνω από την προστασία των πολιτών από τέτοιους κινδύνους.

Τρίτον, μέσα στα περιοριστικά πλαίσια που μας επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή νομοθεσία, η κυβέρνηση πρέπει να βρει τρόπους που να δυσχεραίνουν την εύκολη πρόσβαση των πολιτών στα τυχερά παιχνίδια. Βέβαια ο ηλεκτρονικός τζόγος δεν μπορεί να ελεγχθεί, αλλά νομίζω πως μπορεί να βρεθεί τρόπος να αποφευχθεί η είσοδος των «φρουτακίων» σε κάθε γειτονιά της χώρας. Επιπλέον, στον βαθμό που η υποχώρηση αναφορικά με τα αρχικά σχέδια της κυβέρνησης για την παροχή αδειών για φρουτάκια σε καφενεία, ειδικούς χώρους κτλ. ευνοεί τα ήδη ευνοημένα από την παρούσα κατάσταση καζίνα, θα πρέπει η όλη συζήτηση να συμπεριλάβει και μέτρα που να αφορούν τα τελευταία, μια και στην Ελλάδα κακώς επιτράπηκε η λειτουργία τους πολύ κοντά σε αστικά κέντρα (όπως για παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη). Τέταρτον, ένα μέρος των κρατικών εσόδων από τη φορολόγηση των τυχερών παιγνίων πρέπει να διατίθεται για την πληροφόρηση των πολιτών, καθώς και για την ενίσχυση οργανισμών όπως το ΚΕΘΕΑ (Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων), το οποίο έχει δημιουργήσει και ένα ειδικό κέντρο απεξάρτησης ανθρώπων από τον καταναγκασμό του τζόγου.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Εconomics.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ