Η επιλεκτική διάχυση των πορισμάτων της ιστορικής έρευνας και γνώσης στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα αποτελεί μια συνεχή πολιτισμική διεργασία των σύγχρονων κοινωνιών. Είναι αλήθεια ότι οι σύγχρονες κοινωνίες ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την ιστορία, γεγονός που αποδεικνύεται από την καταγεγραμμένη πια σταθερή δημοφιλία πολιτισμικών προϊόντων, όπως το ιστορικό ντοκυμαντέρ, το ιστορικό μυθιστόρημα, ο κινηματογράφος κτλ. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, τον εφετινό «δύσκολο» χειμώνα του 2010-11 το τηλεοπτικό κοινό ανταποκρίθηκε πολύ έντονα και συγκινησιακά σε παραγωγές όπως η σειρά ιστορικού ντοκυμαντέρ «1821», που αφορά βέβαια την ελληνική εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση, αλλά και η τηλεοπτική σειρά «Το νησί», που αναφέρεται στην ιστορία του λεπροκομείου της Σπιναλόγκας στην Κρήτη. Και οι δύο παραγωγές αποτέλεσαν σημαντικά πολιτισμικά συμβάντα, καθώς συνεπήραν με ιδιαίτερο τρόπο το συλλογικό φαντασιακό και προκάλεσαν ευρύτερες συζητήσεις που σίγουρα ξεπερνούν τα όρια τόσο του μιντιακού επιχειρηματικού σύμπαντος όσο και της επιστεμικής (epistemic) κοινότητας των «ειδικών». Πώς καθορίζονται οι επιλεκτικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες τα πορίσματα της ιστορικής έρευνας διαχέονται στο επίπεδο της μαζικής κουλτούρας; Ποιοι είναι οι όροι με τους οποίους δημοσιοποιείται η ιστορία; Η ιστορική μελέτη στοχεύει σε μεγάλο βαθμό στη διαφώτιση πτυχών του παρελθόντος που παραμένουν άγνωστες και στη διερεύνηση συνδέσεων μεταξύ γεγονότων που μας επιτρέπουν να απαντήσουμε στα πολυάριθμα πώς και γιατί της ιστορικής διαδικασίας. Σε αυτό το έργο της η ιστορική μελέτη συναντιέται συχνά με τη δημόσια ιστορία, δηλαδή με τις προϋπάρχουσες και βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις, εικόνες και πεποιθήσεις που μια κοινωνία διατηρεί σε σχέση με το ιστορικό της παρελθόν. Η ιστορική έρευνα συχνά αναλαμβάνει ένα είδος ανασκευής και ορθολογικοποίησης αυτών των προϋπαρχουσών αντιλήψεων, φέρνοντας στο φως άγνωστες πτυχές της ιστορίας και αναδεικνύοντας έτσι τη ριζική ανοικειότητα του παρελθόντος.
Ωστόσο η ιστορική μνήμη και η δημόσια ιστορία επιτελούν και σημαντικές πολιτικές λειτουργίες, καθώς πολλές φορές χρησιμοποιούνται για να νομιμοποιήσουν πολιτικές στάσεις του παρόντος αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις συλλογικές μας ταυτότητες σε τοπικό, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Ετσι, η αμφισβήτηση δοξασιών για το παρελθόν λειτουργεί συχνά ανατρεπτικά, καθώς αποσταθεροποιεί τις καθεστηκυίες κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες.
Η ιστορία συχνά μας «ξεβολεύει», απειλώντας ακόμη και την κοινωνική συνοχή όπως τη γνωρίζουμε. Πόση λοιπόν ιστορία αντέχουμε;
Παραδείγματα παρόμοιων συζητήσεων έχουμε σε πολλές χώρες. Στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1960 και μετά η ιστοριογραφία ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μελέτη της ιστορίας της δουλείας και του ρόλου που αυτή έπαιξε στη συγκρότηση του αμερικανικού κράτους, αλλά και στη διαμόρφωση της συνολικής αρχιτεκτονικής της αμερικανικής κοινωνίας, της πολιτικής και της οικονομίας. Η έρευνα γύρω από την ιστορία της δουλείας και των πολιτικών των φυλετικών διακρίσεων ανέσυρε και επανέφερε στο προσκήνιο ζοφερές μνήμες της βιαιότητας που εμπεριείχε το ιστορικό παρελθόν. Τα πορίσματα της έρευνας θεωρήθηκαν ενοχλητικά καθώς αναμόχλευαν άβολες μνήμες του παρελθόντος και έβαζαν τις αόρατες πλειοψηφίες και τα πλεονεκτήματά τους κάτω από το μικροσκόπιο της ιστορικής έρευνας. Ποικίλες επιφυλάξεις έχουν εκφραστεί σχετικά. Μήπως η ιστορία της δουλείας απειλεί την κοινωνική συνοχή δημοσιοποιώντας τις πρακτικές του μίσους και της βίας που επέβαλαν οι λευκοί Αμερικανοί στους αφρικανούς δούλους; Πρέπει να εντάσσεται αυτή η σκληρή γνώση στην εκπαίδευση και πόσο έτοιμα είναι τα παιδιά, λευκά και μαύρα, να εκτεθούν στη γνώση και στις εικόνες της βίας που χαρακτήρισε τις ζωές των παππούδων και των προπάππων τους; Ο παραπάνω προβληματισμός βασίζεται στην αντίληψη ότι η ιστορική μνήμη αποτελεί ένα μέσο σφυρηλάτησης των φαντασιακών κοινοτήτων και άρα εξασφάλισης της κοινωνικής συνοχής. Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, οι μετασχηματισμοί της γνώσης μας για το παρελθόν μπορεί να λειτουργούν διαλυτικά απειλώντας κάποτε το αίσθημα της κοινότητας που διέπει τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου και τις μορφές συλλογικής ταύτισης που απορρέουν από αυτό (π.χ. εθνικές, εθνοτικές, θρησκευτικές ταυτότητες). Η αποδοχή αυτού του επιχειρήματος θα σήμαινε ότι αποδεχόμαστε πως η κοινωνική συνοχή είναι κάτι στατικό και επιτυγχάνεται μέσα από διαρκείς και αμετάβλητες στον χρόνο συμβάσεις. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Οι ανάγκες και οι προϋποθέσεις σφυρηλάτησης της κοινωνικής συνοχής αλλάζουν και αυτές καθώς υπόκεινται στην ιστορική διαδικασία.
Τα πορίσματα της ιστορικής μελέτης σήμερα μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε το παρελθόν με διαφορετικό τρόπο από ό,τι παλιά. Κάτι τέτοιο είναι απόλυτα αποδεκτό και αυτονόητο όταν συμβαίνει σε άλλα πεδία έρευνας. Ποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι δεν είναι δικαίωμα αλλά και υποχρέωση της ιατρικής να αλλάζει συνέχεια και να εμπλουτίζει τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε και αντιμετωπίζουμε τις ασθένειες; Μήπως θα έπρεπε να μένουμε προσκολλημένοι στα ιατρικά δεδομένα του 19ου αιώνα, έτσι ώστε να μην ανατρέψουμε παραδοσιακές πρακτικές υγιεινής παλαιότερων εποχών; Η αποσταθεροποίηση των βεβαιοτήτων επάνω στις οποίες οργανώνουμε τις αντιλήψεις και τη ζωή μας δεν έχει αναγκαστικά διαλυτικές και ισοπεδωτικές επιπτώσεις, αλλά αντίθετα συχνά απελευθερώνει δημιουργικές δυνατότητες και προοπτικές.
Και η ιστορία λοιπόν αλλάζει, καθώς μετασχηματίζεται και εμπλουτίζεται η γνώση μας για το παρελθόν και νέα νοήματα, εικόνες και αντιλήψεις εντάσσονται στην ιστορική μας συνείδηση. Σήμερα το προσβάσιμο απόθεμα ιστορικής πληροφορίας είναι ιδιαίτερα ευρύ και πλούσιο. Οι όροι, τα μέσα και οι μορφές διαμεσολάβησης του παρελθόντος στη σφαίρα της μαζικής κουλτούρας αποτελούν ζητήματα ευρύτερης κοινωνικής και πολιτικής διαπραγμάτευσης και σχετίζονται έτσι όχι τόσο με το ίδιο το παρελθόν- το οποίο παραμένει τελικά ριζικά ανοίκειο-, αλλά με το παρόν και ακόμη περισσότερο με το μέλλον. Η δυναμική του παρελθόντος μας σήμερα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητά μας- ή όχι- να οραματιστούμε δημιουργικά το μέλλον. Το ερώτημα τελικά ίσως είναι: Πόσο μέλλον μπορούμε σήμερα να αντέξουμε;

Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ