Μπορεί μετά την επίθεση του Σαββάτου ο Καντάφι να κήρυξε έναν ακόμα διαρκή πόλεμο κατά της Δύσης, όμως, αυτή τη φορά, ποιας Δύσης; Που θα ήθελε να στέλνει τις βόμβες του;

Αν και το κύριο βάρος των επιχειρήσεων πέφτει ήδη στους Αμερικανούς, είναι φανερό ότι η Ουάσιγκτον ανέλαβε δράση κυρίως από αμηχανία για τα προβλήματα που θα γεννούσε η απουσία της από μια επιχείρηση με κινητήριο πολιτική δύναμη τη Γαλλία. Στο ίδιο ερώτημα, οι Γερμανοί απαντούν με τον αντίθετο τρόπο: μένουν μακριά και σχεδόν «κολλάνε» τις εξελίξεις σε επίπεδο ΝΑΤΟ.

Η διεθνής αναδιάταξη ισχύος που είναι σε εξέλιξη βρίσκει τους Αμερικανούς σκεπτικούς, τους Γερμανούς αρνητικούς (και οι δύο έχουν σήμερα πιο πολύ το μυαλό τους στα δημοσιονομικά), ενώ τους Γάλλους να βλέπουν μια μεγάλη ευκαιρία που εξηγεί γιατί ο Νικολά Σαρκοζί θέλησε να ηγηθεί η Γαλλία στην υπόθεση της Λιβύης.

Ο Γάλλος πρόεδρος βλέπει ότι, αναπόφευκτα πλέον, ο κόσμος μοιράζεται ξανά κι επιθυμεί ρόλο για τη χώρα του που πάντοτε είχε συμφέροντα σε αυτή την περιοχή, τώρα μάλιστα που συμβαίνει και το παράδοξο οι Αμερικανοί να αποτραβιούνται αφήνοντας ένα προφανές – και πρωτοφανές στα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – κενό.

Επίσης, υπάρχουν τα πετρέλαια, που, ειδικά μετά την πυρηνική καταστροφή στην Ιαπωνία, ενδέχεται να έρθουν και πάλι στο επίκεντρο και, αν πέσει ο Καντάφι, έπεται νέα κατανομή τους από ένα νέο καθεστώς στην Τρίπολη. Υπάρχει και ο Λεβιάθαν που κι αυτός μεταβάλει τα ενεργειακά δεδομένα στη Μεσόγειο.

Ακόμα, ο Γάλλος πρόεδρος είδε ότι έτσι μπορεί να δυναμώσει τη χώρα του και στις ίδιες τις ευρωπαικές ισορροπίες και να μειώσει την απόσταση ισχύος από το ηγεμονικό Βερολίνο, απόσταση που τείνει να παγιωθεί σχηματίζοντας σταδιακά μια «άλλη» Ευρώπη από την οποία είναι και απούσα η Αγγλία – η οποία αμέσως ανταποκρίθηκε στην πρόκληση των Γάλλων να πάνε στη Λιβύη μαζί. Η Γερμανία ουδέποτε είχε άμεσο ενδιαφέρον γι αυτή την περιοχή του κόσμου, ούτε νιώθει καλά (ακόμα τουλάχιστον) στο πεδίο των στρατιωτικών επιχειρήσεων που την απομακρύνουν από το «δυνατό χαρτί» της, την οικονομία.

Ο Σαρκοζί επέμεινε, ίσως πουν κάποιοι, από χαρακτήρα. Ή, απλώς, επειδή είναι χαμηλά στις δημοσκοπήσεις; Ή γιατί τον ενόχλησε προσωπικά ο Καντάφι που έβαλε το γιό του να πει ότι ο Γάλλος πρόεδρος πληρώθηκε από τη Λιβύη.

Μήπως τελικά το έκανε για όλα, ή για κάποια από όλα αυτά μαζί; Οποιος κι αν είναι ο λόγος, η επιστροφή της Γαλλίας στη διεθνή σκηνή φέρνει νέα δεδομένα στις ισορροπίες ισχύος.

Σήμερα, οι Αμερικανοί δείχνουν να έχουν υιοθετήσει περίπου το αντίστροφο δόγμα από εκείνο που είχε κυριαρχήσει τόσο στην περίοδο Μπους, όσο και σ’ εκείνην του Κλίντον, ο οποίος, ας μην το ξεχνάμε, πλην των όσων έγιναν στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ήταν και ο «πνευματικός πατέρας» του πολέμου στο Ιράκ: εκείνος είχε μιλήσει πρώτη φορά για την ανάγκη εκείνου του πολέμου στον τελευταίο λόγο του στα Ηνωμένα Εθνη. Οι Αμερικανοί «κλείνονται» σταδιακά όλο και πιο πολύ στα εσωτερικά τους θέματα: φεύγουν από το Ιράκ, θα φύγουν από το Αφγανιστάν, η υπόθεση της διεθνούς τρομοκρατίας έχει σε μεγάλο βαθμό υποχωρήσει στη ρητορική και την πολιτική τους – αν και σήμερα ο Καντάφι την επαναφέρει. Ταυτόχρονα έχουν πάψει να στηρίζουν καθεστώτα τα οποία επί δεκαετίες ζούσαν υπό την ανοχή τους: πιθανότατα αυτή είναι και η ουσιαστική μεταβολή που έφερε το ντόμινο των εξεγέρσεων στο Βόρειο Αφρική και απειλεί και τη Μέση Ανατολή.

Την ίδια στιγμή, η Γαλλία δεν είναι η κύρια μεγάλη οικονομική δύναμη της Ευρώπης. Αν όμως αποφασίσει να ασκήσει διεθνή πολιτική, μπορεί να καταστεί εκ νέου η μεγάλη πολιτική της δύναμη, ρόλος που διαδραμάτισε πολλές φορές μέχρι σήμερα και που της έδωσε ουσιώδη λόγο στην Ιστορία: το πιο χαρακτηριστικό και σημαντικό παράδειγμα είναι η πολιτική της για τη δημιουργία της Σερβίας.

Εν τω μεταξύ ο Νικολά Σαρκοζί έχει επαναφέρει τη Γαλλία στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Ετσι, ξαφνικά, η Γαλλία όχι μόνον εγκαταλείπει το ρόλο του κύριου «γκρινιάρη» κατά των Αμερικανών στο ΝΑΤΟ (ρόλο που μοιράζονται τώρα οι Γερμανοί και οι Τούρκοι), αλλά δημιουργεί και εξελίξεις στις οποίες εκείνοι τώρα ακολουθούν και μάλιστα σε μια περιοχή που διόλου αδιάφορη τους είναι.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Δύσκολο να το πει κανείς σήμερα. Πάντως, για την Ελλάδα, σημαίνουν ότι, καθώς συντελούνται μεταβολές, μπορεί να διεκδικήσει ρόλο στις εξελίξεις στην περιοχή, οι οποίες προφανώς θα είναι μακροχρόνιες και ενδεχομένως ριζικές. Κάθε «πόντος» τέτοιου ρόλου που θα αποκτά η Ελλάδα, θα αποτελεί και μια επίστρωση στη θωράκισή της από τις εξωτερικές επιβουλές, δηλαδή, από την επιθετική τουρκική πολιτική.

Υπάρχει όμως μια προυπόθεση: η Ελλάδα πρέπει και να θέλει να διαδραματίσει ρόλο και να μην φοβάται να τον αξιοποιήσει. Δηλαδή, να μπορεί να «παίξει τα χαρτιά της» χωρίς να δεσμεύεται από ξεπερασμένα σύνδρομα που παγιδεύουν. Ειδικά τώρα, η ενεργή διεθνής παρουσία μπορεί να αποδειχθεί σανίδα σωτηρίας και φυγής προς το μέλλον.

gmalouchos@tovima.gr