Ενα οξύμωρο ήταν κυρίαρχο και πασιφανές χθες το απόγευμα στο υπουργικό συμβούλιο: ο πρωθυπουργός που επέστρεφε «νικητής», μιλούσε σε υπουργούς που ήταν αδύνατον να κρύψουν την αγωνία και τη θλίψη τους, καθώς είχαν κληθεί ξαφνικά να συνεδριάσουν Κυριακή απόγευμα σε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο. Οι κάμερες τους παρακολουθούσαν όλους μαζί κι έναν προς έναν, ακόμα και τους πιο στενούς ανθρώπους του Γιώργου Παπανδρέου, να κοιτούν βασικά το κενό, άλλοι σκυθρωποί, άλλοι στοχαστικοί και όλοι τους καταφανώς ανήσυχοι.

Αυτό το έβλεπες λοιπόν αμέσως και ξεκάθαρα. Εκείνο που δεν έβλεπες με τον ίδιο τρόπο, ήταν το γιατί: ανησυχούσαν μήπως φύγουν και δεν είναι πια υπουργοί, ή μήπως… μείνουν και πρέπει να κάνουν πια αυτά που πρέπει να κάνουν;… Ηταν πολύ δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος αν φοβόντουσαν για τις θέσεις τους, για ενδεχόμενο εκλογών και για την κυβέρνησή τους, για το τι επρόκειτο να ακούσουν για το προσωπικό ή το συλλογικό τους κυβερνητικό μέλλον και μάλιστα σε τηλεοπτική σύνδεση, ή αν ήταν έτσι επειδή αναλογίζονταν το πού οδηγούνται τα πράγματα από εδώ και μπρος και τί βάρος πρέπει να φέρουν στους ώμους τους. Ή και για τα δύο, το οποίο μάλλον είναι και η αλήθεια…

Οποιος κι αν ήταν πάντως ο λόγος, τελικά, οι πρωθυπουργικές διαβεβαιώσεις περί αποκλεισμού του ενδεχομένου ανασχηματισμού ή πρόωρων εκλογών θεράπευσαν, προς στιγμή τουλάχιστον, το αίτιο της προσωπικής ανησυχίας. Όμως, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για την ουσία του θέματος, για την πορεία της χώρας. Το αντίθετο μάλιστα. Κι αυτό, επειδή τα μέλη της κυβέρνησης έχουν την εμπειρία να γνωρίζουν από πρώτο χέρι μια πολύ απλή και σκληρή αλήθεια: ότι τώρα είναι που αρχίζουν τα δύσκολα.

Τι πραγματικά άλλαξε για την Ελλάδα, μετά τις αποφάσεις της προχθεσινής κορυφής της ευρωζώνης; Κάτι πολύ σημαντικό: η θηλιά της ασφυξίας γύρω απ’ το λαιμό της χώρας χαλάρωσε, έστω και ελάχιστα. Τόσο όμως, ώστε να αποφευχθεί ο άμεσος θάνατος δια ασφυξίας, που, πριν από λίγες εβδομάδες, εμφανιζόταν -και ήταν- νομοτελειακός. Ποια είναι λοιπόν η επόμενη ημέρα για την Ελλάδα; Εδώ, η κυβέρνηση μπαίνει στη μοναχική στενωπό της. Κι αυτό για τρεις λόγους:

-Πρώτον, επειδή από τη στιγμή που, και όχι αδίκως, κατέγραψε ως ελληνική νίκη τις αποφάσεις της συνόδου, χάνει πια εντελώς το όπλο της αμφισβήτησής τους: πάνε και τα -μόλις προχθεσινά- «η Ευρώπη είναι σε λάθος χέρια», και τα λίγο παλιότερα για τις ένα εκατομμύριο υπογραφές και όλα τα συναφή. Όλα αυτά τέλος. Η κυβέρνηση έχει πλέον μπροστά της ένα «διορθωμένο» και οριστικά αποδεκτό, κατά την ίδια τουλάχιστον, νέο πλαίσιο, το οποίο χαιρέτισε και από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει πια.

-Δεύτερον, επειδή όλα αυτά, οδηγούν σε ένα και μόνο: την ανάγκη να περάσει πλέον από τα λόγια στις πράξεις, την ίδια ώρα που καταργούν κάθε διαφυγή ρητορικής του τύπου «δεν πωλείται δημόσια περιουσία» με νόμο που θα έρθει στη Βουλή κοκ. Όλα αυτά τα πυροτεχνήματα εσωτερικής κατανάλωσης τελειώσανε οριστικά και αμετάκλητα τα χαράματα του Σαββάτου.

-Τρίτον επειδή ταυτόχρονα τέλειωσε και η περίοδος που η κυβέρνηση μπορούσε ακόμα να μην φέρνει αποτελέσματα: λ.χ. η καταβαράθρωση των δημοσιών εσόδων που σημειώθηκε το προηγούμενο διάστημα δεν θα είναι αποδεκτή την ερχόμενη φορά και φυσικά δεν θα μπορεί να χρεωθεί σε κανέναν Γεωργακόπουλο -αυτό ισχύει για όλους τους κρίσιμους δείκτες.

Η «διόρθωση» του περασμένου Σαββάτου λοιπόν, οδηγεί πλέον το μαχαίρι στο κόκαλο. Το νέο πλαίσιο πρέπει να υπηρετηθεί χωρίς περιστροφές και χωρίς αποτυχίες Και το μείζον ερώτημα, από εδώ και στο εξής, είναι αν μπορεί αυτή η κυβέρνηση, ή όχι, να το φτάσει μέχρις εκεί. Και το ερώτημα αυτό είναι τόσο μεγάλο και δύσκολο, που η επιβεβαίωση στους υπουργούς ότι παραμένουν στη θέση τους δεν ήταν αρκετή για να τους ξαναφέρει στα χείλη το χαμόγελο.

Την ίδια στιγμή, επίσης δύσκολα είναι τα πράγματα και για την αξιωματική αντιπολίτευση: έθεσε ως πολιτικό στόχο της χώρας, αλλά και προϋπόθεση για τη δική της συναίνεση, την επαναδιαπραγμάτευση των όρων του μνημονίου. Και αυτή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ήρθε. Τώρα λοιπόν, τι θα κάνει; Θα αμφισβητήσει την επάρκεια και του νέου πλαισίου; Πολύ δύσκολο. Θα στηρίξει την κυβερνητική προσπάθεια και αν ναι, με ποια μορφή; Ακόμα πιο δύσκολο, τουλάχιστον με τους συμβατικούς, ως τώρα όρους λειτουργίας του πολιτικού παιγνίου και, φυσικά, μετά την πίεση που της ασκείται από τα δεξιά της, αν τουλάχιστον οι πρόσφατες δημοσκοπικές καταγραφές είναι σωστές.

Υπό τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν, η Νέα Δημοκρατία οφείλει τώρα να βρει τη χρυσή οδό που θα την οδηγήσει στη στήριξη της προσπάθειας επιβίωσης της χώρας και να απεγκλωβιστεί από την ως τώρα πολιτική της. Αν μη τι άλλο, και μόνον για το γεγονός ότι σε περίπτωση που της «κληρώσει» κάποια στιγμή να κυβερνήσει, το προσδόκιμο ζωής της θα είναι πάρα πολύ μικρό, από τα ερείπια που θα βρει μπροστά της αν εν τω μεταξύ έχει αποτύχει η προσπάθεια.

Από την ώρα που οι όροι άλλαξαν, έστω και όσο άλλαξαν, μια νέα πολιτική είναι μονόδρομος. Αν θέλει, ας παλέψει την κυβέρνηση πολύ σκληρά στο πεδίο της αποτελεσματικότητας -και, δυστυχώς για τη χώρα, εκεί θα βρει πολλά να πει και θα εκπληρώσει έτσι και τον συνταγματικό της ρόλο ως αξιωματική αντιπολίτευση. Αν όμως, με τα νέα δεδομένα, παλέψει και πάλι σε επίπεδο κατεύθυνσης, θα έχει διαπράξει μείζον στρατηγικό σφάλμα και θα έχει υπονομεύσει ακόμα και τον εαυτό της.

Γι αυτό, τελικά, η απάντηση σε όλα τα παρά πάνω ερωτήματα είναι μία και μόνη και είναι η ίδια και για την κυβέρνηση και για την αντιπολίτευση: κοινή, με κάποιο τρόπο προσπάθεια σωτηρίας της χώρας. Η εθνική συνεννόηση, με τη μία ή την άλλη μορφή, είναι ο μόνος δρόμος και για να γίνουν πράξη τα πραγματικά πολύ δύσκολα που έχουμε μπροστά μας, αλλά και για να ανοίξει μια χαραμάδα στην οδό της ανάπτυξης που είναι και η μόνη μας ελπίδα να τα καταφέρουμε, γιατί από εκεί και μόνον από εκεί θα έρθει, αν έρθει, η λύση. Και η στιγμή είναι τώρα. Αύριο θα είναι αργά.

Τι ήταν όμως εκείνο που έκανε τους Γερμανούς να αλλάξουν πλεύση την τελευταία στιγμή και να δώσουν στην Ελλάδα αυτό το περιθώριο. Αυτό, θα το μάθει με αποδείξεις μάλλον η επόμενη γενιά, όταν θα ανοίξουν τα σχετικά διπλωματικά αρχεία των όσων συνέβησαν τα τελευταία 24ωρα. Πάντως, είναι περισσότερο από προφανές ότι η μεταβολή της στάσης του Βερολίνου συνδέεται άμεσα και ευθέως με την αμερικανική παρέμβαση πριν από μερικές ημέρες: αυτό που τελικά έγινε, είναι ακριβώς αυτό που οι Αμερικανοί ζήτησαν μέσω του υπουργού Οικονομικών τους Τίμοθι Γκάιτνερ στην αναπάντεχη επίσκεψη – αστραπή του στην Ευρώπη λίγες μέρες πριν από τη σύνοδο, Η Γερμανία συμμορφώθηκε και έκανε ένα σημαντικό βήμα πίσω, το οποίο, ειδικά μετά το ταξίδι Παπανδρέου στο Βερολίνο, είχε καταστεί φανερό ότι δεν καθόλου σκοπό να κάνει.

Εχουμε λοιπόν τώρα, καλό ή κακό, ένα νέο πλαίσιο. Άλλη αμφισβήτηση δεν σηκώνει. Ούτε κι άλλη αποτυχία. Οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να μας δώσουν μια ανάσα επιβίωσης. Κι από την ώρα που συνέβη αυτό, οι όροι αλλάζουν εκ νέου. Αυτό είναι το νέο κάδρο και σ΄ αυτό πρέπει να παίξουμε, αν θέλουμε να μείνουμε στο παιγνίδι. Και θέλουμε. Πρέπει να θέλουμε. Για τον απλούστατο λόγο ότι από την ώρα που δεν μας πάτησαν τελικά το κεφάλι στην άσφαλτο οπότε και θα είχαμε κάθε λόγο να επιχειρήσουμε να το κάνουμε «Αρκάδι», από την ώρα που πήραμε τη δυνατότητα να συνεχίσουμε να ελπίζουμε, άλλος δρόμος, δεν υπάρχει, όσο επώδυνος κι αν είναι. Όμως, ο δρόμος αυτός, αν δεν είναι κοινός, δεν είναι δρόμος.


gmalouchos@tovima.gr