Στις 4 Οκτωβρίου 1976 ο Frank Collin, ηγέτης μιας μικρής ομάδας νεοναζί στο Σικάγο ζήτησε άδεια για να παρελάσει με την ομάδα του στο προάστιο Σκόκι. Οι δημοτικές αρχές έθεσαν κάποιες προϋποθέσεις που καθιστούσαν αδύνατη την παρέλαση και οι νεοναζί κατέφυγαν στα δικαστήρια.

Στις 28 Απριλίου 1977 το τοπικό δικαστήριο δικαίωσε τον δήμο καθώς στο Σκόκι οι 40.000 από τους 70.000 κατοίκους του ήταν εβραϊκής καταγωγής, οι 5.000 μάλιστα από αυτούς ήταν επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος. Γι’ αυτό άλλωστε οι νεοναζί επέλεξαν το Σκόκι για την παρέλασή τους. Στην παρέλαση αυτή σχεδίαζαν να φορέσουν στολές του γερμανικού ναζιστικού κόμματος και να φέρουν σημαίες με σβάστικες.

Ο στόχος των ναζί ήταν προφανής: η παρέλαση μπροστά από τα σπίτια ανθρώπων που επέζησαν από το ολοκαύτωμα ή έστω ανθρώπων που έχασαν αγαπημένα πρόσωπα σ’ αυτό θα προκαλούσε ισχυρή ψυχική οδύνη στον εβραϊκής καταγωγής πληθυσμό του Σκόκι.

Αυτό ισχυρίστηκαν οι δικηγόροι της κοινότητας του Σκόκι στα δικαστήρια, τονίζοντας ακόμα ότι ο λόγος μίσους, ο ρατσιστικός και μισαλλόδοξος λόγος, δεν θα πρέπει να προστατεύεται καθώς ισοδυναμεί με φυσική βία (και ορισμένες φορές είναι πολύ πιο οδυνηρός). Επιπλέον η παρουσία των Ναζί στο Σκόκι θα οδηγούσε οπωσδήποτε σε βίαιες συγκρούσεις που δεν θα μπορούσαν να ελεγχθούν από τις αρχές.
{{{ moto }}}
Όμως οι νεοναζί βρήκαν έναν ανεπιθύμητο γι’ αυτούς σύμμαχο. Την American Civil Liberties Union (ACLU), τη μεγαλύτερη φιλελεύθερη οργάνωση προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων στις Η.Π.Α. Η ACLU κατέφυγε στα ομοσπονδιακά δικαστήρια και κέρδισε εκ μέρους των νεοναζί όλες τις δικαστικές διαμάχες με αποκορύφωμα τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολιτείας του Ιλλινόι και του 7ου Περιφερειακού Εφετείου.

Τα αμερικάνικα δικαστήρια δικαίωσαν ουσιαστικά όχι τους Ναζί (που τελικά δεν παρέλασαν στο Σκόκι) αλλά την ACLU που έδωσε και συνεχίζει να δίνει αγώνες για την μεγαλύτερη δυνατή προστασία της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης που την έχει κατοχυρώσει η περίφημη πρώτη τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος:

«Το Κογκρέσο δεν θα θεσπίσει κανένα νόμο που να περιορίζει την ελευθερία του λόγου ή του τύπου.» Και «όταν λέμε κανέναν, εννοούμε κανένα νόμο» έλεγε ο ανώτατος αμερικανός δικαστής Hugo Black. Αν και η ACLU έχασε 30.000 μέλη και $500.000 σε εισφορές δεν υποχώρησε, ενώ πολλοί από τους δικηγόρους της που υπερασπίστηκαν με πάθος το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης των ναζί ήταν εβραϊκής καταγωγής.

Αντίθετα στην Ευρώπη η προστασία είναι όχι μόνο ελλιπής αλλά πολλές φορές και ανύπαρκτη. Τιμωρούνται πολλά είδη λόγου, η άρνηση του Ολοκαυτώματος, η άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων, σε πολλές περιπτώσεις απαγορεύεται ακόμα και η στράτευση σε ακραίες οργανώσεις της Αριστεράς ή της Δεξιάς. Στην Ελλάδα (και αλλού) φτάσαμε στο τραγελαφικό σημείο να ποινικοποιούμε και την κουκούλα στις διαδηλώσεις.

Δυστυχώς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκανε ένα ακόμα βήμα προς την ολισθηρή πλαγιά του περιορισμού του λόγου και της έκφρασης με την κατάθεση Σχεδίου Νόμου με θέμα την «Καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου». Στο σχέδιο αυτό νόμου (το οποίο έχει τεθεί σε διαβούλευση) απαγορεύονται όλα τα είδη του «απεχθούς λόγου» στην παράδοση πολλών ευρωπαϊκών νομικών συστημάτων.

Ο νόμος αυτός δεν πρέπει να ψηφισθεί από τη Βουλή των Ελλήνων. Ελπίζουμε ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης θα αποσύρει το σχέδιο στο σύνολό του και θα το επαναφέρει περιορίζοντάς το στην απαγόρευση των πράξεων μίσους και όχι του λόγου. Στο εξαιρετικό βιβλίο του για την Ελευθερία του Λόγου στις ΗΠΑ ο Σταύρος Τσακυράκης αναφέρει ότι η προστασία του λόγου στις ΗΠΑ είναι τόσο συστηματική και ισχυρή που λίγο απέχει από το να είναι απόλυτη.

Το βιβλίο αυτό πρέπει να διαβαστεί επειγόντως από όλους τους Έλληνες νομικούς γιατί η προστασία του λόγου και της έκφρασης θα πρέπει να είναι απόλυτη.

Μάλιστα, κατά σύμπτωση, αυτές τις ημέρες εκδόθηκαν άλλες δύο ιστορικές αποφάσεις από τα αμερικανικά δικαστήρια για την προστασία της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης.

Στην πρώτη το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε το δικαίωμα μιας παρανοϊκής χριστιανικής οργάνωσης να διαμαρτύρεται έξω από νεκροταφεία που κηδεύονται αμερικανοί στρατιώτες με συνθήματα όπως «Ο Θεός τιμωρεί τις Η.Π.Α. επειδή νομιμοποίησαν την άμβλωση» και στη δεύτερη το 7ο Περιφερειακό Εφετείο αναγνώρισε το δικαίωμα σε ένα μαθητή να φοράει στο σχολείο του μπλούζα που αναγράφει το μήνυμα «Να είσαι χαρούμενος, όχι Gay».

Ο δικαστής Richard Posner, που εξέδωσε τη δεύτερη απόφαση, τονίζει: «Στη δική μας κοινωνία τα άτομα δεν έχουν το νομικό δικαίωμα να αποτρέπουν την κριτική των πεποιθήσεών τους ή ακόμα και του τρόπου ζωής τους.»

Η ιδέα της απόλυτης προστασίας του λόγου και της έκφρασης βασίζεται σ’ αυτό που ο φιλόσοφος Jeremy Waldron ονομάζει αρχή της «ηθικής σύγκρουσης» και την αποδίδει στον μεγαλύτερο φιλελεύθερο στοχαστή όλων των εποχών, τον John Stuart Mill. Για τον Mill ο ακραίος και επιθετικός λόγος πρέπει να προστατεύεται ακόμα και όταν προκαλεί οδύνη. Όταν απαγορεύεις τη διατύπωση μιας άποψης, γράφει, είναι σαν να ληστεύεις την ανθρωπότητα.

Μόνο με την απόλυτα ελεύθερη αγορά των ιδεών μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ανοικτά τον μισαλλόδοξο λόγο και μόνο έτσι μπορούμε να ελέγχουμε τις αρχές μας και τις αντιλήψεις μας συνεχώς, χωρίς να εφησυχάζουμε ποτέ.

Μόνο έτσι μπορούμε να έχουμε μια καθαρή και ζωντανή εικόνα της αλήθειας, όταν αυτή θα παραχθεί μετά από την σκληρή σύγκρουσή της με το σφάλμα.

* Ο Αριστείδης Χατζής είναι Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Τμήμα ΜΙΘΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της ACLU.