Η εικόνα του ανθρώπου, οποιουδήποτε ανθρώπου, που υφίσταται φραστική, συμβολική ή και σωματική βία προκαλεί αποτροπιασμό, ανεξαρτήτως των συνθηκών, και είναι πλήρως αναντίστοιχη με τη δημοκρατία. Ο χαρακτηρισμός δε της βίας ως «πολιτικής», στις περιπτώσεις που περιλαμβάνει πολιτικές στοχεύσεις ή απορρέει από πολιτικά αίτια, δυστυχώς ή ευτυχώς δεν καθιστά τη βία ούτε ωραιότερη ούτε ευγενέστερη, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις ορισμένων ιδεολογικο-πολιτικών χώρων και των εκφραστών τους. Ωστόσο, στο πλαίσιο της διερεύνησης των φαινομένων συλλογικής ή ατομικής βίας με πολιτική χροιά, επιβάλλεται να εξεταστούν όχι μόνο οι πρακτικές αλλά και οι επιχειρηματολογίες που τα συνοδεύουν.
Τον τελευταίο καιρό αναδύονται στον δημόσιο λόγο περί βίας δύο παράλληλες, ιεραρχημένες αλλά και αλληλοτροφοδοτούμενες αφηγήσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, η «συστημική», η «αντικειμενική» βία, των άνισων κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων, σε συνάρτηση με την ισχύ της εξουσίας, παράγει την «αντι-συστημική», την «υποκειμενική» βία των «από κάτω»: των θυμάτων της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αδικίας, που υιοθετούν τον πλέον πρόσφορο, κατά τη γνώμη τους, τρόπο ανατροπής του status quo. Σε αυτή την αφήγηση εμπεριέχεται η προϋπόθεση μιας «φυσικής ταύτισης» μεταξύ της δημοκρατίας και του καπιταλισμού, προκειμένου να δικαιολογηθεί η «παράπλευρη απώλεια» της πρώτης στον ολοκληρωτικό πόλεμο κατά του δευτέρου.
Παράλληλα με αυτή την επιχειρηματολογία αναπτύσσεται μια δεύτερη, η οποία συσχετίζει, γενικευτικά και αναγωγιστικά, κάθε μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας και κάθε πρακτική πολιτικής ανυπακοής με την «ορατή» ή «αόρατη» βία των λεγόμενων «δυναμικών μειοψηφιών». Στην αφήγηση αυτή η συμβολική «ποινικοποίηση» και η δαιμονοποίηση κάθε δυναμικής διεκδίκησης οδηγούν στην απαξίωση και στον στιγματισμό της ριζικής πολιτικής διαφωνίας και αντίδρασης. Από αυτή τη σκοπιά, η δεύτερη αφήγηση προϋποθέτει μιαν άλλη «φυσική ταύτιση». Στη ρητορική της, η δημοκρατία καταλήγει να μην είναι τίποτε άλλο παρά μια διαδικασία συναινετικής ομογενοποίησης του «πολιτικού». Η δημοκρατική κουλτούρα όμως καλλιεργείται και αναπτύσσεται μέσω της κατανόησης των σύνθετων προβλημάτων που θέτει η αξιακή αμοιβαιότητα μεταξύ μέσων και σκοπών. Λειτουργώντας στο απόλυτο όριο της κοινωνικής συνοχής, τα σύγχρονα φαινόμενα πολιτικής βίας υπονομεύουν ακόμη και την καταστατική συνθήκη της γέννησής τους: από «μαμή», η βία γίνεται συχνά «μητέρα» της Ιστορίας. Απογυμνωμένα από τις δημοκρατικές συλλογικές διεκδικήσεις, τη στοχοθεσία τους, την πολιτική ενέργεια που αυτές εκλύουν και- γιατί όχι;- τα ουτοπιστικά τους στοιχεία, αυτά τα «ξεσπάσματα βίας» με πολιτική χροιά προβάλλουν, ολοένα και περισσότερο, άγρια, στεγνά, σκοτεινά και άχαρα. Αποτελούν κυρίως συμπτώματα μιας μακράς διαδικασίας ατονίας των συλλογικών διεκδικήσεων, εξατομίκευσης της πολιτικής και αποξένωσης των πολιτικών και κοινωνικών υποκειμένων. Η αποξένωση αυτή που τροφοδοτεί τον φόβο, την οργή και ενίοτε το τυφλό πολιτικό μίσος προβάλλει σήμερα με μεγαλύτερη ενάργεια εν μέσω των συνθηκών μιας πολύπλευρης κρίσης όπως αυτή που βιώνει η κοινωνία μας.
Οι ιδεολογίες που αποθέωσαν τη βία στον ρου της Ιστορίας είναι ολοκληρωτικές ιδεολογίες. Είναι πολύ σημαντικό και πολύ κρίσιμο να αντισταθούμε σε αυτές, χωρίς παράλληλα να καταφεύγουμε στην εξίσωση και στην ομογενοποίηση όλων των πρακτικών και των μορφών πολιτικής διαμαρτυρίας. Η δημοκρατία άλλωστε δεν είναι μια άνευ όρων «σταθερή» συνθήκη. Είναι μια διαδικασία που απαιτεί προσπάθεια και εγρήγορση. Δεν έχει ανάγκη τον διασυρμό και την απαξίωση της πολιτικής διαμαρτυρίας προκειμένου να λειτουργήσει, αντίθετα εμπλουτίζεται όταν εμπεριέχει τη διαφωνία και τη διαμαρτυρία. Η πρόσφατη επιτυχημένη επιχείρηση ειρηνικής αποχώρησης των μεταναστών-απεργών πείνας από το κτίριο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών μάς έδειξε πως υπάρχουν και εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των οριακών εντάσεων. Η δημοκρατική υπεράσπιση της «μη βίας» δεν μπορεί παρά να θέτει στο κέντρο των ενδιαφερόντων και των προτεραιοτήτων μας τις ανθρώπινες ζωές· ζωές σαν αυτές που απειλούνται, ακόμη και σήμερα, στο μέγαρο «Υπατία».
Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

RΕUΤΕRS/JΟRGΕ SΙLVΑ ,ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ