«Σηκωθείτε και φύγετε, να τελειώνει η ιστορία» φώναζε εκτός εαυτού η νεαρή διαδηλώτρια στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Θ. Πάγκαλο μέσα στο ελληνικό σπίτι της φοιτητικής εστίας του Παρισιού, που ειρήσθω εν παρόδω συντηρείται από τα χρήματα των ελλήνων φορολογούμενων, οι οποίοι αντιπροσωπεύονται, εξ όσων γνωρίζω, από την εκλεγμένη κυβέρνησή τους και όχι από κάποιο επαναστατικό συμβούλιο. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να βρει κανείς καλύτερη έκφραση από την παραπάνω απαίτηση της διαδηλώτριας για να περιγράψει εν συντομία το βασικό πνεύμα αυτής της πολιτικής κουλτούρας που επηρέασε τις αξίες και τις συμπεριφορές των ελλήνων πολιτών τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Ολοι πλέον αντιλαμβάνονται πως για πολιτικούς, ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους διαμορφώθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης μια εθνολαϊκιστική κουλτούρα που διεκδίκησε την ιδεολογική ηγεμονία και απαίτησε επιπλέον την πολιτική, ηθική και, κάποιες φορές δυστυχώς, ακόμη και τη βιολογική εξόντωση των φυσικών φορέων διαφορετικών αντιλήψεων.
Είναι αλήθεια πως οι τελευταίες βίαιες εκδηλώσεις και οι προπηλακισμοί πολιτικών εντυπωσίασαν αρνητικά πολύ κόσμο. Ιδιαίτερα, η εικόνα ενός ανυπεράσπιστου ανθρώπου, του βουλευτή Κ. Χατζηδάκη, να ξυλοκοπείται από «αγανακτισμένους πολίτες» ή αυτή του Πρωθυπουργού να υβρίζεται από ομάδες ζηλωτών έκαναν πολλούς να αναρωτηθούν προς τα πού οδεύουμε. Κι όμως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η ελληνική κοινή γνώμη όχι μόνο έχει ανεχθεί αλλά έχει σχεδόν εθιστεί σε ανάλογες ή και χειρότερες συμπεριφορές τα τελευταία 35 χρόνια.
Των περισσοτέρων το μυαλό μπορεί εύκολα να πάει στη δράση της «17 Νοέμβρη» που δολοφονούσε για πολλά χρόνια έχοντας, αν όχι την υποστήριξη, σίγουρα πάντως την ανοχή ενός σημαντικού μέρους των πολιτών που οχυρώνονταν πίσω από τον συνήθη, αν και εξωφρενικό κατά τ΄ άλλα, προβληματισμό: «Για να τον έβαλαν στο στόχαστρο, κάτι θα είχε κάνει».
Ισως η τρομοκρατία να ήταν η πιο άγρια έκφραση αυτής της κουλτούρας εξόντωσης της διαφορετικής επιλογής αλλά δυστυχώς δεν υπήρξε η μόνη. Η πρακτική πολλών συνδικαλιστικών φορέων ή το μοναδικό σε μέγεθος φαινόμενο των καταλήψεων δημόσιων χώρων αποτελούν ενδείξεις του ιδίου προβλήματος. Αν παρατηρήσουμε επίσης τον τρόπο καθημερινής λειτουργίας του «ασύλου» στα πανεπιστήμια, θα βρούμε αναρίθμητα παραδείγματα φυσικής και ηθικής τρομοκράτησης του υποτιθέμενου εχθρού. Για να μη μιλήσουμε για το ύφος του δημόσιου διαλόγου, τηλεοπτικού και μη, που συχνά είναι τόσο επιθετικό ώστε μοιάζει να καλλιεργεί το μίσος για τη διαφορετική άποψη. Αν θυμηθεί κανείς μάλιστα την επιτυχία της Αυριανής, ως «οργάνου» μιας εκδοχής αυτού του επιθετικού εθνολαϊκισμού στη δεκαετία του 1980, θα κατανοήσει καλύτερα το τι εννοώ.
Ας μιλήσουμε καθαρά! Στην Ελλάδα βιώνουμε ένα έλλειμμα φιλελευθερισμού και φιλελεύθερων αξιών, εντελώς απαραίτητων για κάθε ανοιχτή, δημοκρατική, κοινωνία. Η Ελλάδα αποτελεί τη μόνη, ίσως, χώρα της Δυτικής Ευρώπης στην οποία ο φιλελευθερισμός υπήρξε ένα είδος προς εξαφάνιση στους χώρους της διανόησης, ενώ στο πεδίο της ενεργού πολιτικής χρειάστηκε ένα επίθετο μπροστά (ριζοσπαστικός, κοινωνικός) προκειμένου να νομιμοποιηθεί από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Αυτό δείχνει να ερμηνεύει γιατί η ελληνική κοινωνία γοητεύεται εύκολα από λαϊκιστικές κορόνες και ολοκληρωτικές ιδεολογίες. Αυτό εξηγεί επίσης γιατί γινόμαστε μαλλιά κουβάρια για εντελώς αυτονόητα πράγματα, παντού στην Ευρώπη. Πουθενά αλλού, για παράδειγμα, ο δημόσιος διάλογος δεν είναι τόσο ενοχοποιημένος όσο στη χώρα μας. Στα μυαλά αρκετών αυτός ταυτίζεται με οπισθοχώρηση, ακόμη και με προδοσία. Δεν είναι τυχαίο που ο πιο αγαπημένος τύπος δημόσιου λόγου είναι ο καταγγελτικός.
Ιδιαίτερα, δύο βασικές φιλελεύθερες αξίες βρίσκονται σε επικίνδυνη ανεπάρκεια: ο ορθολογισμός στην αντιμετώπιση των δημοσίων θεμάτων και η ανεκτικότητα. Το αποτέλεσμα αυτού του ελλείμματος φαίνεται έντονα στη συμπεριφορά της ελληνικής κοινωνίας τη στιγμή της κρίσης. Αυτή αντιδρά συναισθηματικά και ρηχά, ρέποντας σε κάθε είδους λαϊκισμό, ακόμη και στον πλέον απίθανο, χωρίς μάλιστα καμία πρόθεση ή υπομονή να ακούσει νηφάλιες προσεγγίσεις. Ετσι, κάνουν θραύση τα κλισέ επιχειρήματα και οι εντυπωσιακές αλλά κούφιες φράσεις. Συνθήματα όπως «φέρτε πίσω τα κλεμμένα» ή «να καεί, να καεί… η Βουλή» γίνονται εύκολα αποδεκτά από ένα ευρύτερο φάσμα ανθρώπων και όχι μόνο από το λιγότερο εκπαιδευμένο τμήμα του πληθυσμού. Εν τέλει, όταν όλα δραματοποιούνται και μετατρέπονται σε κραυγές που μόνο στόχο έχουν να σκεπάσουν τη φωνή του άλλου, το λογικό συνεπακόλουθο είναι το ξέσπασμα της βίας. Γι΄ αυτό και η πρόσκληση του Πρωθυπουργού προς τους διαμαρτυρομένους να κάνουν διάλογο έπεσε στο κενό. Στη συνείδηση αυτών των αυταρχικών και νάρκισσων προσωπικοτήτων δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στον κόσμο που να ονομάζεται διάλογος, παρά μόνο εφόσον κανείς συμφωνεί μαζί τους.
Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ