Οι χώρες της ΟΝΕ έχουν χάσει το ένα από τα δύο παραδοσιακά μέσα άσκησης οικονομικής πολιτικής, της νομισματικής, που είναι πια αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΚΤ. Σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό τείνουν να χάσουν και την αυτονομία του δεύτερου, της δημοσιονομικής, γιατί οι φορολογικοί συντελεστές για τους έμμεσους φόρους κινούνται σε συγκεκριμένα όρια (15%-25% για τον ΦΠΑ) αποφασισμένα από την ΕΕ. Ακόμη περισσότερο για την Ελλάδα και για άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικό πρόβλημα, στόχος της δημοσιονομικής πολιτικής είναι η εξισορρόπηση εσόδων και δαπανών και η αποπληρωμή του χρέους, που σημαίνει αναγκαιότητα δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων, άρα πολύ περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Αυτό βέβαια συνεπάγεται ύφεση.
Η βαθιά ύφεση θέτει το θέμα της ανταγωνιστικότητας. Οταν υπήρχε η δυνατότητα ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής, γινόταν απόπειρα τόνωσης της ανταγωνιστικότητας με μεγάλες (η τελευταία για την Ελλάδα 15%) υποτιμήσεις του νομίσματος. Στην περίπτωση της Ελλάδας οι υποτιμήσεις έδιναν προσωρινή ώθηση στην ανταγωνιστικότητα, ποτέ όμως μόνιμη, όπως φαίνεται από τα πάντα ελλειμματικά μας ισοζύγια, που «πληρώνονταν» με μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού, κάποια έτη της τάξεως του 25%. Τώρα που δεν υπάρχει η δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής αναζητείται από την τρόικα και την κυβέρνηση η «εσωτερική» υποτίμηση ως μέσο για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, δηλαδή η συμπίεση του κόστους και σε μεγάλο βαθμό του κόστους εργασίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τη συνταγή αυτή την έχει ακολουθήσει οικειοθελώς η Γερμανία την τελευταία δεκαετία, έχοντας καταργήσει τον 13ο μισθό (14ος δεν υπήρχε ποτέ) και δίνοντας μικρές μισθολογικές αυξήσεις.
Ως προς την εργασία, σημασία για την ανταγωνιστικότητα δεν έχει το απόλυτο ύψος των αμοιβών, αλλά η σχέση τους με την παραγωγικότητα.
Η Ελλάδα έχει χαμηλή παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας, 71% σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ των 15 παλαιών χωρών αλλά και της ΕΕ των «27» (87,5%). Αντίθετα, η παραγωγικότητα ανά άτομο (σε ισοδύναμα αγοραστικής αξίας) είναι ανώτερη από τον μέσο όρο της ΕΕ των «27». Το ΑΕΠ κατά κεφαλή είναι 94,3 της ΕΕ των «27» (έναντι 110,7 της ΕΕ των «15»), η παραγωγικότητα κατ΄ άτομο είναι 102,4, πράγμα που δίνει ένα θετικό πρόσημο στην ανταγωνιστικότητα, εφόσον η συνολική παραγωγικότητα είναι ανώτερη από το συνολικό κόστος.
Η σύγκριση αυτή είναι καθαρά προσεγγιστική, γιατί λαμβάνει ως μέτρο σύγκρισης κόστους το συνολικό ΑΕΠ και όχι το τμήμα του ΑΕΠ που αφορά το κόστος εργασίας ή άμεσο κόστος εργασίας.
Προφανώς τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά από τομέα σε τομέα. Υποψιάζομαι ότι θα είναι πολύ σε βάρος της Ελλάδας για τον δημόσιο τομέα λόγω των υπεράριθμων υπαλλήλων, που μειώνουν την παραγωγικότητα κατ΄ άτομο. Το ίδιο συμβαίνει σε ΔΕΚΟ όπως ο ΟΣΕ και πρώην ΔΕΚΟ για τον ίδιο λόγο. Ο ΟΤΕ π.χ. έχει ποσοστό συμμετοχής του κόστους εργασίας (προσωπικού) 37% στο συνολικό κόστος που είναι υψηλότερο ανάμεσα σε όλους τους ευρωπαϊκούς τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς. Το ανάλογο κόστος για τον όμιλο της Deutsche Τelekom είναι 15%, λιγότερο από το μισό του ΟΤΕ, ενώ για τη γερμανική Deutsche Τelekom είναι 20%. Ετσι, δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς με τις προσπάθειες μείωσης του κόστους του ΟΣΕ ή το βασικό ερώτημα του νυν προέδρου του ΟΤΕ κ. Τσαμάζ για το καθεστώς του Οργανισμού και ό,τι αυτό συνεπάγεται: αν είναι δημόσιος οργανισμός, πρέπει να ισχύσουν και εδώ τα μέτρα του Δημοσίου, δηλαδή κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, ενώ αν πρόκειται για ιδιωτική επιχείρηση, πρέπει να ισχύσουν οι πιο ευέλικτες μισθολογικές διατάξεις του ιδιωτικού τομέα.
Γενικότερο όμως συμπέρασμα είναι ότι το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας δεν εξαρτάται κυρίως από τη σχέση εργασιακού κόστους και παραγωγικότητας, και εδώ χρειάζονται πιο λεπτομερείς μελέτες. Αν όμως αυτό ισχύει, τότε η πολιτική εσωτερικής υποτίμησης μέσω συμπίεσης του εργασιακού κόστους δεν είναι σωστή συνολικά, αν και μπορεί να είναι σωστή σε επί μέρους τομείς και σε επίπεδο επιχείρησης. Πιο σημαντικά μέτρα για την ανταγωνιστικότητα είναι η άρση των εμποδίων για τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα, δηλαδή η μείωση της γραφειοκρατίας, της διαφθοράς του δημόσιου τομέα κτλ., και η μείωση του φόρου επί των κερδών των επιχειρήσεων που είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη (περίπου 35%-40%, μαζί με τις έκτακτες εισφορές) παρά τις αναγγελθείσες από τον κ. Παπακωνσταντίνου μειώσεις.
Ο κ. Νίκος Κ. Κυριαζής είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ