Επί ποδός η άνοιξη (εκ του ανοίγω), κι άντε ν΄ αντέξεις τις απότομες ανατροπές της: καιρικές, μνημονικές, αμνήμονες. Στο μεταξύ, ο χρόνος τρέχει ακάθεκτος, αισθητός προπάντων σ΄ όσους γλιστράνε στη μεγάλη κατηφόρα. Οπου δύσκολα τερματίζει η ξυνωρίδα «ποίημα- ποιητής», εκτός κι αν πρόκειται για κάτι ξεχωριστό και απρόβλεπτο. Που ωστόσο συνέβη. Απόδειξη η προμετωπίδα μιας ποιητικής συλλογής, στην οποία προβάλλεται μεταφρασμένο (με νόμιμες περικοπές) ένα σημαδιακό χωρίο από τον Τίτο Λίβιο (ΧΧ, 62), έχοντας στην κορφή του την παράταιρη χρονολογία 1989. Αντιγράφω επακριβώς:
«Εκείνο το χειμώνα, μέσα και κοντά στη Ρώμη, πολλά υπερφυσικά σημεία εμφανίστηκαν: ένα μωρό έξι μηνών, γεννημένο από ελεύθερους γονείς, κραύγασε “θρίαμβος! ” μέσα στη λαχαναγορά· ένα βόδι σκαρφάλωσε μόνο του στο τρίτο πάτωμα ενός κτηρίου στο παζάρι, και τότε, τρομαγμένο από το θόρυβο των ενοίκων, πήδηξε στο κενό· στο Λανούβιο ένα κοράκι πέταξε μέσα στο ναό της Ηρας και κούρνιασε στο ανάκλιντρό της· στο Πικηνό έπεσε βροχή από πέτρες…» Γυρίζοντας σελίδα, φάνηκε απέναντι η αρχή ενός αιφνίδιου ποιήματος. Αντιγράφω: Η τηλεόραση μονίμως ανοιχτή/ σαν ένας πένθιμος βωμός εγκατεστημένος στο δωμάτιο χρόνια·μια φωτιά/ που δεν ζεσταίνει, μόνο φωτίζει/ αχνά/ μέχρι τις δύο πολυθρόνες και πιο πέρα το ξέστρωτο τραπέζι με τα ψίχουλα/ και τ΄ αποφάγια σωρό (όμως λείπουμε χρόνια)- ξωπίσω τους απλώνεται/ πηχτό κι επίβουλο σκοτάδι/ όλο τριξίματα και μια μόνιμη ηχώ από πνιγμένες κραυγές εκεί που πάτησε η μνήμη/ μιλώντας για θαλάμους λαϊκών σανατορίων, Καψαλώνα κι ΑϊΓιάννη, / ονειρικούς σιτοβολώνες, εργοστάσια με πνευμόνια πίσσα, εκτοπίσεις σε παγωμένα τοπία, / μιλώντας για το πλήθος που κατέβηκε πανικόβλητο τα σκαλιά διαδηλώντας την αγάπη του και δεν ξανανέβηκε/ για τη λαχτάρα μας να λατρέψουμε καταποντισμένους θεούς, / ίδιους με τους θλιβερούς εαυτούς μας·/διαφημίσεις.
Το ποίημα εφεξής εξελίσσεται σε τέσσερις σελίδες, μοιρασμένο σε πέντε διάστιχα κεφάλαια, όπου δύο φορές σφηνώνονται οι λέξεις τηλεόραση και διαφημίσεις και μία το δίγλωσσο δίστιχο power off/ αντί μιας συγγνώμης. Για να καταλήξει στην τελική στροφή, με τον τελευταίο στίχο της σε κάποια απόσταση:
Προχώρησε σιωπηλός μες στην οθόνη,δάσος οι διαφημίσεις,τα σήριαλ, οι εκπομπές, πήρε το ανηφορικό μονοπάτι/ σ΄ ένα χειμερινό τοπίο σπαρμένο πρόχειρους τάφους έσκαβε με τα χέρια το χώμα μα δεν τον είδε/ αόρατος προχώρησε μες στους απόντες αφήνοντας/ στον άνεμο καθήκον να επαναλαμβάνει ψιθυριστά τη διαθήκη του:/ « expectandum nobis etiam et corporis ver est, expectandum» Κι η κουβέρτα με τα τετράγωνα στο πάτωμα, μια άδεια σκακιέρα.
(Το λατινόφωνο παράθεμα μεταφρασμένο ευσυνείδητα στις Σημειώσεις: ας περιμένουμε ακόμα και θα ΄ρθει η άνοιξη του σώματος, ας περιμένουμε .)
Η προσωρινή παράλειψη της ονομαστικής και της γραμματολογικής ταυτότητας δεν έγινε στην προκειμένη περίπτωση για να σερβιριστεί κουίζ τηλεοπτικού τύπου. Συνέβη από μόνη της: ανοίγοντας την πρώτη τυπωμένη σελίδα της συλλογής καθηλώθηκα. Μετά γύρισα κι είδα μπροστά όνομα, τίτλο και εκδότη: Δημήτρης Αγγελής, ο ποιητής· Επαληθεύοντας τη Νύχτα ο τίτλος, Νέος Αστρολάβος/ Ευθύνη ο εκδότης. Ψάχνοντας πίσω σελίδα βρήκα και τα «Εργα του ίδιου». Τέσσερις ποιητικές συλλογές: Φιλομήλα, 1998, Ενας ακόμη θάνατος, 2000, Μυθικά νερά, 2003, Επέτειος, 2008. Ακολουθούσαν τρία πεζά: Για τη συγγραφή (δοκίμιο) 1998· Τελευταίο καλοκαίρι (διηγήματα) 2002· Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι (διάλογος εταιρικός για την ποίηση) 2010.
Από το ασήκωτο «Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» έμαθα και κάποια βιογραφικά και βιβλιογραφικά: γέννηση στην Αθήνα το 1973· σπουδές Θεολογία κι αργότερα Φιλοσοφία (με διδακτορικό)· δύο βιβλιοκρισίες (Δημητρούλια στην «Καθημερινή», Χατζηβασιλείου στη θεμελιακή κάποτε «Ποίηση», που εξελίχθηκε στην αυτάρεσκη «Ποιητική»).
Με τα λίγα αυτά εφόδια, που παντελώς αγνοούσα, επαλήθευσα την πρώτη μου αίσθηση, διαβάζοντας ξανά και ξανά τα δύο μέρη της συλλογής. Το δεύτερο επιγράφεται «Αποικία», από όπου το τέταρτο παράθεμα με κάποιες αναγκαστικές παραλείψεις:
Με προσκάλεσες απ΄ την έρημο, Απουσία, και με δίδαξες τα δικαιώματά σου:τα γηρατειά, την αρρώστια, τον θάνατο. Την άγρια θλίψη και την έσχατη κρίση (…) σου επιστρέφω τρεις ολομέθυστες λέξεις. (…) Δικές σου είναι κι αυτές, μην τις αφήσεις να ξεραθούν περιφρονημένες μέσα στο στόμα μου. (…) Κάνε τες πουλιά, κάψε μόνον εμένα.
Υπολείπονται πολλά. Προπαντός το ζήτημα αν τελικώς διαβάζουμε ποιητές αντί, όπως πρέπει, ποιήματα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ