Η συμπεριφορά και οι αποφάσεις των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης συγκέντρωσαν για ακόμη μία φορά τα φώτα της δημοσιότητας μετά την υποβάθμιση της κυπριακής οικονομίας γιατί είναι συνδεδεμένη με την Ελλάδα. Η σημασία που οι αγορές δίνουν σε αυτές επιτάσσει την ανάλυση της συμπεριφοράς τους καθώς πολύ συχνά οι αξιολογήσεις τους επηρεάζουν καταλυτικά την πρόσβαση σε κεφάλαια τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και των ελληνικών τραπεζών.
Το αντικείμενο εργασίας αυτών των εταιρειών είναι η αξιολόγηση του κινδύνου από χρέη που κατέχουν κυβερνήσεις και εταιρείες. Οι τρεις μεγαλύτερες εταιρείες είναι η Moody’s, η Standard and Poor’s και η Fitch. Οι δύο πρώτες μαζί ελέγχουν το 80% της αγοράς και μαζί με την τρίτη φθάνουν στο 95% («Economist», 31.5.2007), εξ ου και οι κατηγορίες για έλλειψη ανταγωνισμού και ολιγοπωλιακή συμπεριφορά σε αυτή την αγορά (τα περιθώρια κέρδους που έχουν καταγραφεί πολλές φορές είναι μεγαλύτερα του 50%).
Πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό («International Journal of Finance and Economics», 2011) προσπαθεί να απομονώσει τους προσδιοριστικούς παράγοντες που καθορίζουν τις αξιολογήσεις των τριών αυτών μεγάλων οίκων. Χρησιμοποιώντας δείγμα για την περίοδο 1995-2005 οι ερευνητές εξέτασαν τις αξιολογήσεις για περισσότερες από 60 χώρες. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις των διεθνών οίκων βραχυχρόνια είναι:
_ Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, το χρέος και το έλλειμμα της κυβέρνησης. Σε πιο μακροχρόνιο ορίζοντα επιπλέον οι παράγοντες που συνδιαμορφώνουν τις συστάσεις τους είναι η αποτελεσματικότητα της κεντρικής διοίκησης, το εξωτερικό χρέος, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα και το ιστορικό χρεοκοπίας.
Οι παραπάνω παράγοντες μπορούν όμως να εξηγήσουν μόνο το 40% των τελικών αποφάσεων. Το υπόλοιπο _ και πολύ μεγαλύτερο _ ποσοστό παραμένει ανερμήνευτο και μπορεί να αποδοθεί σε ψυχολογικούς παράγοντες και προσδοκίες, οι οποίες όμως εν πολλοίς προσδιορίζονται από τις αποφάσεις των ίδιων των διεθνών οίκων αξιολόγησης. Η παραπάνω παρατήρηση είναι εξαιρετικά σημαντική διότι ως έναν βαθμό ενισχύει την άποψη ότι οι αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις, σε συνδυασμό με τις απειλές για περαιτέρω υποβάθμιση, της ελληνικής οικονομίας είναι αδικαιολόγητες υπό το φως της υφιστάμενης δημοσιονομικής προσαρμογής.

Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Keele και ο κ. Θεόδωρος Παναγιωτίδης είναι λέκτωρ στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.