Προέκυψε ως… παρενέργεια του eat local. Οικολογικής θέσης για κατανάλωση ντόπιων προϊόντων. Οι λόγοι προφανείς. Τα υλικά που μεταφέρονται από μακριά, δαπανώντας καύσιμα, επιβαρύνουν και βρωμίζουν γη και ουρανό. Ξοδεύουν ενέργεια. Αφετέρου, αγοράζοντας φαγώσιμα της περιοχής μας, ενισχύουμε την τοπική οικονομία. Αυτά λοιπόν τα καλούδια πωλούνται σε μόνιμες ανοιχτές αγορές ή στις βδομαδιάτικες λαϊκές, συχνά από τους ίδιους τους παραγωγούς.

Ετσι οι νεοϋορκέζοι, για παράδειγμα, καλοφαγάδες ανταμώνουν τακτικά, κάθε Τρίτη λόγου χάριν, στη μία ή στην άλλη διασταύρωση της Tribeca για να ψωνίσουν βιολογικό βοδινό, αβγά, πουλερικά, ψάρια, ζαρζαβατικά και φρούτα. Ετσι άρχισαν να γνωρίζουν καλύτερα τους καλλιεργητές, να ζητούν λεπτομέρειες για τις μεθόδους τους, να τους επαινούν, αφού εξάλλου τους στήριξαν οικονομικώς.

Ενθαρρυνόμενοι οι μικρογεωργοί ή οι φαρμαδόροι βελτιώνουν τα προϊόντα τους και όλοι μένουν ικανοποιημένοι. Παραλλήλως και λόγω του συγχρωτισμού γνωρίζονταν μεταξύ τους οι πελάτες. Που έχουν ως κοινό ενδιαφέρον το καλό, ασφαλές, αγνότερο έδεσμα. Ακολούθησαν φυσιο-λογικά οι κοινωνικές συναναστροφές που οδήγησαν στο communal table. Το σχετικό ένθετο των «New York Times» στο θέμα προσεπικυρώνει τη σημασία τούτου του καινούργιου γαστρο-κοινωνικού ρεύματος.

Που εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Πιο άμεσος και προσιτός ο ρεφενές. Οι γείτονες μαζεύονται στο σπίτι κάποιου ή ακόμη και σε κοινόχρηστους χώρους, ταράτσες, αυλές, μοιράζονται τα έξοδα και τις δράσεις και τρωγοπίνουν. Συχνά οινοπαραγωγοί ή κτηνοτρόφοι ή ψαράδες κομίζουν τα είδη τους. Συχνά επίσης η παρέα περιλαμβάνει επαγγελματίες, μαγείρους, φουρναραίους, ζαχαροπλάστες, ψήστες. Και γίνεται party. Μια γιορτή που διαρκεί ίσως ολόκληρο το Σαββατοκύριακο, με πρωινά, γεύματα, κολατσιό και δείπνα.

Οταν προ τριετίας ο εξάδελφός μου Tino μού εξηγούσε πώς η ύφεση στάθηκε η ευτυχής αφορμή για να γνωρίσει τους συγκατοίκους του στο condominium διαισθάνθηκα την άνθηση μιας νέας κοινωνικότητας. Και οι εγωκεντρικοί καλιφορνέζοι γιάπηδες και νυν άνεργοι, οι συνταξιούχοι τέως χίπηδες, οι στάρλετ και οι παλιές δόξες πλάι στην κοινή τους πισίνα μαζεύονταν, και συναγελάζονταν, και μαγείρευαν, και έπιναν. Και γίνονταν φίλοι. Σε μια ιστορική συγκυρία που οι φίλοι αποκτούν το νόημα της περιουσίας.

Μια άλλη συμπαθητική μορφή του «κοινοτικού τραπεζιού» συνιστά το εστιατοράκι της γειτονιάς. Κάτι σαν το δικό μας καφενείο. Ενα απλό, φθηνό μέρος, με τίμιο, καθαρό, νόστιμο φαγητό, μια και απευθύνεται σε καθημερινούς πελάτες. Το στέκι για να πας και μόνος σου. Με τη βεβαιότητα πως θα συναντήσεις τους γειτόνους, θα συζητήσετε για τα δικά σας αλλά και για τα θέματα της συνοικίας σας. Mερικά τέτοια μαγαζιά δημιουργούνται από συνεταιρισμούς ανάμεσα στις γειτόνισσες που έχασαν τη δουλειά τους αλλά κάτι σκάμπαζαν από μαγειρική. Η πελατεία συνεισφέρει την κριτική, τη γνώμη, μα και τις ιδέες ή τις δικές της συνταγές.

Πιστεύω στο «μαζί». Στην κοινοτική δυναμική που μπορεί να παράξει πολλά και να μεγαλουργήσει. Από τη βρύση ή τον φούρνο του χωριού, μήπως ξανάρθουμε στα ίδια, αντιδανειζόμενοι το αμερικανικό βερνίκι;