Το οικονομικό επιτελείο κατάφερε να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από το 15,4% το 2009 στο 8,1% το 2010 και λαμβάνει περαιτέρω μέτρα προσαρμογής (άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, μετατάξεις δημοσιονομικών υπαλλήλων) με στόχο την έξοδο από την ύφεση και την περαιτέρω μείωση του ελλείμματος στο 7,6% για το τρέχον έτος. Παρ΄ όλα αυτά, η ελληνική οικονομία δυσκολεύεται να ισορροπήσει μεταξύ των συμπληγάδων της τρόικας (από τη μία πλευρά) και των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης (από την άλλη πλευρά).

Η τρόικα, ενώ κρίνει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή προχωρεί με σχετικά γοργά βήματα, βλέπει την οικονομία να αντιμετωπίζει δυσκολίες εξόδου από την ύφεση, κάτι που με τη σειρά του ενδέχεται να ανατρέψει το όλο δημοσιονομικό εγχείρημα. Πράγματι, το 2010 κατέγραψε ύφεση 4,5%, ενώ η ανεργία αυξήθηκε στο 13,9% (στοιχεία Νοεμβρίου 2010). Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η τελευταία έκθεση νομισματικής πολιτικής του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προβλέπει ύφεση 3% για το 2011, αποφεύγει να προβλέψει την εξέλιξη στο μέτωπο της ανεργίας. Υπό το βάρος των εξελίξεων αυτών, η τρόικα προτείνει ιδιωτικοποιήσεις 50 δισ. ευρώ, οι οποίες ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ. Η επιτυχία των ιδιωτικοποιήσεων κρίνεται εξαιρετικά αμφίβολη, καθώς:

1. κάτι ανάλογο δεν έχει ποτέ επιτευχθεί επί ελληνικού εδάφους και 2. η ευρωπαϊκή οικονομία κινείται σε πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης την παρούσα περίοδο, κάτι το οποίο μειώνει δραματικά τον αριθμό των επίδοξων διεθνών αγοραστών.

Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης από την πλευρά τους, και παρά τη συντελούμενη οικονομική πρόοδο, προβαίνουν σε συνεχείς υποβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάδα βρίσκεται έρμαιο των αποφάσεων των τριών μεγαλύτερων εταιρειών (Μoody΄s, Standard and Ρoor΄s και Fitch) οι οποίες ελέγχουν το 95% της αγοράς, κάτι που εξηγεί τις κατηγορίες για έλλειψη ανταγωνισμού και ολιγοπωλιακή συμπεριφορά σε αυτή την αγορά (τα περιθώρια κέρδους που έχουν καταγραφεί πολλές φορές είναι μεγαλύτερα του 50%). Πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό («Ιnternational Journal of Finance and Εconomics», 2011) χρησιμοποίησε δείγμα για την περίοδο 1995-2005 με στόχο την αξιολόγηση 60 χωρών. Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις των διεθνών οίκων επηρεάζονται από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, το χρέος και το έλλειμμα της κυβέρνησης, την αποτελεσματικότητα της κεντρικής διοίκησης, το εξωτερικό χρέος, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα και το ιστορικό χρεοκοπίας. Οι παραπάνω παράγοντες μπορούν όμως να εξηγήσουν μόνο το 40% των τελικών αποφάσεων. Το υπόλοιπο- και πολύ μεγαλύτερο- ποσοστό παραμένει επιστημονικά ανερμήνευτο. Αυτό ενισχύει την άποψη ότι οι αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις, σε συνδυασμό με τις απειλές για περαιτέρω υποβάθμιση, της ελληνικής οικονομίας είναι αδικαιολόγητες υπό το φως της υφιστάμενης δημοσιονομικής προσαρμογής. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τόσο οι αποφάσεις/προτάσεις της τρόικας όσο και αυτές των διεθνών οίκων αξιολόγησης δεν διαθέτουν το αλάθητο.

Ο κ. Κωνσταντίνος Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Κeele και ο Θεόδωρος Παναγιωτίδης είναι λέκτωρ στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης Research Fellow στο Ηellenic Οbservatory της London School of Εconomics.