Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ως πολιτική ανυπακοή ορίζεται ένα σύνολο μη θεσμοποιημένων μορφών πολιτικής έκφρασης και μαζικής κινητοποίησης που στοχεύει κατ΄ αρχάς στην ανάδειξη ενός προβλήματος στη δημοσιότητα. Με την πολιτική ανυπακοή ασκείται πίεση από την πλευρά των εντολέων προς τους εντολοδόχους και αξιωματούχους της εξουσίας προκειμένου να αναθεωρηθούν πολιτικές αποφάσεις που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της δημοκρατικής διαδικασίας. Τέτοιες μορφές κινητοποίησης προσλαμβάνουν συχνά χαρακτηριστικά εντυπωσιασμού και πρόκλησης, τα οποία βοηθούν να καταστεί ένα ζήτημα ορατό. Ο εντυπωσιασμός και η πρόκληση αφορούν ωστόσο το στυλ της πολιτικής δράσης, η οποία ως προς το περιεχόμενο και τον συνολικό τρόπο έκφρασής της περιορίζεται από τη δημοκρατική έννομη τάξη.

Σύμφωνα με τον Γιούργκεν Χάμπερμας, κάνοντας λόγο για πολιτική ανυπακοή αναφερόμαστε σε μη βίαιες πράξεις, στις οποίες οι κανόνες δικαίου «παραβιάζονται συμβολικά». Τούτο σημαίνει ότι ενέργειες πολιτικής ανυπακοής στρέφονται μεν κατά του νόμου, εναρμονίζονται όμως με μια υπερκείμενη αρχή του δικαίου, την υπεράσπιση της οποίας επικαλείται η ηθική συνείδηση του ανυπάκουου πολίτη. Επιπλέον, ο ιδεότυπος του ανυπάκουου ενσαρκώνει το πρότυπο του αντι-τζαμπατζή: όχι μόνο δεν επωφελείται από ενέργειες άλλων, όπως κάνει ένας τυπικός λαθρεπιβάτης (freerider), αλλά αναλαμβάνοντας προσωπικό κόστος που φτάνει μέχρι το ρίσκο της ποινικής δίωξης και καταδίκης του επιδιώκει την παραγωγή ενός αποτελέσματος από το οποίο μπορεί να ωφεληθούν πολλοί άλλοι. Στην Ελλάδα αυτό που ονομάστηκε «οργανωμένη (λαϊκή) ανυπακοή» υπήρξε ένα υβρίδιο. Ηταν η απάντηση της παραδοσιακής κομμουνιστικής Αριστεράς στην οικονομική κρίση και το μνημόνιο. Αν κύριο γνώρισμα της πολιτικής ανυπακοής είναι το στοιχείο της αυτοοργάνωσης των πολιτών, στην «οργανωμένη ανυπακοή» είναι το κόμμα που αναλαμβάνει να καθοδηγήσει τις μάζες. Και όχι μόνο αυτό· εκτός από πρωτοπορία, το κόμμα λειτουργεί ως πολιτικός προστάτης, προσφέροντας το αναγκαίο προκάλυμμα για την απόσειση των ατομικών ευθυνών που συνοδεύουν πράξεις μη θεσμοποιημένης πολιτικής δράσης. Το θεματικό ρεπερτόριο της «οργανωμένης ανυπακοής» είναι εξαιρετικά διευρυμένο- από το εισιτήριο στα λεωφορεία και τη μη καταβολή των διοδίων μέχρι τα εξέταστρα στα νοσοκομεία και καθετί που ορίζεται ως «λαϊκό δικαίωμα». Δι ευρυμένος και μαξιμαλιστικός είναι, κυρίως, ο επιδιωκόμενος στόχος μιας τέτοιας δράσης: αντί της συμβολικής παραβίασης των κανόνων προκειμένου οι πολιτικές αποφάσεις να ευθυγραμμιστούν στο πλαίσιο που διαγράφεται από τη δημόσια κριτική και το περί δικαίου αίσθημα, με την «οργανωμένη ανυπακοή» επιδιώκεται η πλήρης ανατροπή- της εξουσίας (για «λαϊκή εξουσία» γίνεται λόγος), της οικονομίας (που θα αντικατασταθεί από μια «λαϊκή οικονομία»), κ.λπ.

Μέλη του κινήματος «Δεν πληρώνω» έχουν σηκώσει τις μπάρες στα διόδια των Αφιδνών. Πρόκειται για «τζαμπατζήδες» που βλάπτουν το κοινωνικό σύνολο ή για μια λογική διαμαρτυρία κατά της ακρίβειας;

Τα τελευταία χρόνια ένα τεράστιο έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς και η δραματική κατακρήμνιση της αξιοπιστίας των πολιτικών θεσμών καταγράφονται ως τάσεις στην ελληνική κοινωνία. Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με την υπάρχουσα οικονομική κρίση, διευρύνει την κοινωνική διαθεσιμότητα για μη θεσμοποιημένες μορφές πολιτικής δράσης. Το κομματικό σχέδιο μιας «οργανωμένης ανυπακοής» δημιουργεί ωστόσο προβλήματα και στρεβλώσεις σε μια αυτόνομη έκφραση ανυπακοής που αναδεικνύεται στην κοινωνία. Κατ΄ αρχάς μεταθέτει τα προβλήματα που εκφράζονται με πράξεις ανυπακοής από τον «βιωμένο κόσμο» του ατόμου στα αφηρημένα πεδία της κομματικής δράσης. Με απλά λόγια, τα άτομα επιδιώκουν να αλλάξουν την πραγματικότητα της καθημερινής τους ζωής και αναλαμβάνουν το ρίσκο της συμμετοχής σε πράξεις ανυπακοής, ενώ τα κόμματα επιδιώκουν τη δική τους επιβίωση στην πολιτική σκηνή. Επιπλέον, ενώ με πράξεις πολιτικής ανυπακοής τα άτομα επιχειρούν να διευθετήσουν προβλήματα ισορροπώντας μεταξύ του δικού τους συμφέροντος και των δομών του πολιτικού συστήματος που τα συμφέροντα αυτά είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν, τα κόμματα της «οργανωμένης ανυπακοής» προβάλλουν ως στόχο την κατάρρευση των δομών του πολιτικο-οικονομικού συστήματος.

Ενδεχομένως να αποκομίζουν εκλογικά οφέλη οι δυνάμεις που υπερασπίζονται ένα σχέδιο «οργανωμένης ανυπακοής» συσπειρώνοντας συγκυριακά δίπλα τους ισχυρά οργανωμένα συμφέροντα που στοχεύουν στην υπεράσπιση κεκτημένων ακόμη και με κόστος την περαιτέρω αποσάθρωση πολιτικο-κομματικών θεσμών. Με ένα τέτοιο σχέδιο υπονομεύονται μορφές συλλογικής δράσης της κοινωνίας πολιτών, καθώς η ικανότητά της να πετύχει στόχους που ωφελούν τη δική της ζωή θυσιάζεται στον βωμό της υπεράσπισης των κεκτημένων των ισχυρών και των ιδιοτελών συμφερόντων παρωχημένων κομματικών σχηματισμών.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.