Ετσι λοιπόν· ένα τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι ο συνταγματικός νομοθέτης «εμερίμνησε να διαφυλάξει την εθνική ομοιογένεια του κράτους» και ότι ο νόμος που καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης ιθαγένειας δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στο «σταθερό κριτήριο του δικαίου του αίματος, δηλαδή την καταγωγή από έλληνες γονείς». Συνέπεια αυτής της σκέψης ήταν να κριθεί αντισυνταγματικός ο πρόσφατος νόμος, που δεν ακολούθησε το παραπάνω σκεπτικό.

Η απόφαση ξάφνιασε πολλούς, κυρίως εκείνους που έχουν συνδέσει το Συμβούλιο της Επικρατείας με την εικόνα ενός εξωστρεφούς και ανοιχτού σώματος και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών αξιών.

Η Ελλάδα λόγω της γεωγραφικής θέσης της αποτελεί την πύλη εισόδου στην Ευρώπη των αλλοδαπών, που επιδιώκουν να μεταναστεύσουν σε αυτή.

Οι πιο πολλοί από αυτούς θα ήθελαν να εγκατασταθούν αλλού στην Ευρώπη, αλλά εγκλωβίζονται εδώ. Είναι φυσικό η χώρα μας να μην μπορεί να αντέξει το βάρος της μόνιμης ή και προσωρινής ακόμη εγκατάστασης ενός τόσο μεγάλου αριθμού μεταναστών.

Οι παραγωγικές δυνατότητές της είναι ανεπαρκείς για την απορρόφησή τους και η πίεση στις κοινωνικές σχέσεις δημιουργεί τεράστια προβλήματα, που μερικές φορές φθάνουν σε «σημείο βρασμού».

Είναι προφανές ότι ο έλεγχος εισόδου στη χώρα μας των αλλοδαπών και οι απαραίτητες διεθνείς συνεργασίες για καλύτερη κατανομή του μεταναστευτικού ρεύματος είναι θέματα πολιτικών επιλογών και οι δικαστικές αποφάσεις ελάχιστα ή καθόλου συμβάλλουν στην επίλυσή τους. Οι φραγμοί επομένως που η απόφαση του ΣτΕ θέτει στην απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας είναι άσχετοι με την επίλυση του παραπάνω προβλήματος.

Το Σύνταγμά μας ορίζει ότι «έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος». Ο νόμος όρισε τα προσόντα αυτά κυριαρχικά, κάνοντας τις πολιτικές επιλογές του, ακολουθώντας μάλιστα πρακτική που ισχύει στις πολιτισμένες χώρες του κόσμου. Ολοι μπορούμε να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε με τους νόμους που ψηφίζει το Κοινοβούλιο.

Εκείνοι όμως που από τη θεσμική θέση τους είναι διαιτητές της πολιτείας, έχουν βέβαια καθήκον να ελέγχουν τη συμμόρφωση των νομοθετών μας προς τη συνταγματική τάξη, αλλά, υπερβαίνουν τον ρόλο τους, όταν τη διαφωνία τους προς τον κοινό νόμο μεταβάλλουν σε αντίθεση του νόμου προς το Σύνταγμα. Η πρώτη είναι προσωπική θέση, ενώ η δεύτερη λειτουργικό ατόπημα.

Η συζήτηση για αυτά τα θέματα είναι παλαιά: πράγματι, και οι «προοδευτικοί» λεγόμενοι και οι «συντηρητικοί», ο καθένας με τη σειρά τους έχουν καταγγείλει το ΣτΕ αλλά και άλλα δικαστήρια για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή λανθασμένες αποφάσεις.

Πάντοτε οι πολιτικά φορτισμένες υποθέσεις προκαλούν ποικίλα σχόλια, επικριτικές προσεγγίσεις και σφοδρές αντιθέσεις. Δεν έχουμε βέβαια το μονοπώλιο αυτών των πρακτικών. Αρκεί μια αναφορά στην περίφημη Βred Scott απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ που ενέταξε τη δουλεία των ανθρώπων εντός της συνταγματικής τάξης της χώρας αυτής. Η απόφαση αυτή αποτέλεσε και την αφορμή της έναρξης του Εμφυλίου Πολέμου Βορείων- Νοτίων. Ο πρόεδρος Λίνκολν κατήγγειλε το Ανώτατο Δικαστήριο αρνούμενος η πολιτική της κυβέρνησής του στα μεγάλα ζητήματα που αφορούν ολόκληρο τον λαό να καθορίζεται από τους δικαστές. Η βασική επιχειρηματολογία της απόφασης, που έκρινε ότι η δουλεία ανθρώπων είναι επιτρεπτή κατά το Σύνταγμα των ΗΠΑ, ήταν ότι οι δούλοι είναι ιδιοκτησία των κυρίων τους και η ιδιοκτησία προστατεύεται από το Σύνταγμα. Η σχολιαζόμενη απόφαση δεν έχει την οξύτητα των αποτελεσμάτων της απόφασης του αμερικανικού Δικαστηρίου. Και αυτή όμως από μόνο τον ορισμό του Συντάγματός μας ότι έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα του Νόμου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έλληνες πολίτες είναι μόνο εκείνοι που έχουν ελληνικό αίμα και κανείς άλλος. Λογική σύνδεση μεταξύ του εφαρμοζόμενου κανόνα και του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξαν οι δικάσαντες όσο και να αναζητηθεί δεν θα βρεθεί.

Η απόφαση χρησιμοποιεί όρους όπως «εθνική ομοιογένεια», «δίκαιο του αίματος»: το εύρος όμως που θα δώσει κάποιος στις παραπάνω έννοιες ορίζεται λιγότερο ή καθόλου από το Σύνταγμα, κυρίως δε από τα βιώματα και τις ιδέες του, τη δική του ανάγνωση της Ιστορίας και τις προσδοκίες του για το μέλλον.

Η κρίση του νόμου ως αντισυνταγματικού μπορεί να συνδέεται και να ικανοποιεί το αίσθημα ανασφάλειας πολλών πολιτών.

Χρειάζεται όμως πολλή προσοχή: Είναι πολύ σημαντικό να μην προσθέσουμε και τη δοκιμασία των θεσμών ως ένα ακόμη βαρίδι στη μακρά περίοδο διαπόμπευσης της πατρίδας μας. Ο φόβος, η ανασφάλεια, που τείνει να γίνει κοινό αίσθημα μη ανοχής, του ως εδώ και μη παρέκει καταλήγουν σε αρένες. Αντίσταση στις αρένες μπορούμε να βρούμε μόνο στον κόσμο του Δικαίου, σε αυτή τη φωνή που- όπως έλεγε ο Πλάτωνας- πρέπει να ακούγεται μέσα στις άτακτες φωνές. Είναι η φωνή της Δικαιοσύνης, η οποία προ πάντων σε εποχές σύγχυσης πρέπει να είναι το καταφύγιο και η σταθερή αξία.

Υπάρχουν και εκείνοι- πάντοτε υπήρχαν- που είναι βέβαιοι ότι είναι οι αποκλειστικοί φορείς των άσπιλων γονιδίων ελληνικότητας. Είναι οι ίδιοι που κάποτε αποκήρυσσαν ως «μιάσματα» του «άλλους».

Σε αυτούς απαντά ο Παλαμάς – εθνικός μας ποιητής και αυτός θαρρώ:

«Στο αίμα μου κρατώ και από μία στάλα ξένες και οχτρές κάθε λογής πατρίδες» Και ο εθνικός μας ιστορικός Παπαρρηγόπουλος αντικρούοντας τον Φαλμεράιερ απέρριψε τη βιολογική ερμηνεία της Ιστορίας και στήριξε στον πολιτισμό τη συνέχεια του Ελληνικού Εθνους.

Η ελληνική ταυτότητα δεν είναι καμιά μεταφυσική ιδιότητα αμετακίνητη και αναλλοίωτη. Είναι προϊόν της Ιστορίας, της ζωής, των αγώνων, της κίνησης των ανθρώπων, της αλληλεπίδρασης των πολιτισμών.

Πλάστηκε και εξελίχθηκε, όχι σε ευθεία γραμμή, μέσα από νίκες και ήττες, από ξένες κατοχές που επέβαλλαν δουλείες, από βίαιες και εθελοντικές επιμειξίες. Ετσι είναι και η Ιστορία.

Στην επανάσταση του ΄21, πόσοι αρβανίτες των νησιών και των βουνών δεν έγιναν Ελληνες και συνδημιούργησαν την ελεύθερη πατρίδα.

Η χωρίς αυταρέσκεια και ακκισμούς καλλιέργεια της εθνικής αυτογνωσίας οδηγεί σε μια εθνική ταυτότητα που δεν φοβάται. Δεν αντιμετωπίζει τους άλλους λαούς ως απειλή. Οδηγεί επίσης στον πατριωτισμό του πολίτη που αποφεύγει τους αποκλεισμούς και μάχεται τις παθολογικές εκδοχές ενός εθνικισμού του αίματος.

Η Ελλάδα που αγαπάμε και πονάμε είναι οι ήττες και οι νίκες της, οι θρίαμβοι και οι εμφύλιες διαμάχες, οι δόξες και οι ντροπές, οι χαρές και οι λύπες. Είναι όλες οι αντιφάσεις και οι συνθήκες που τη δημιούργησαν: Οι προοδευτικοί και οι συντηρητικοί, οι οπαδοί του διαφωτισμού και οι φανατικοί ορθόδοξοι, όλοι αυτοί οι παραδοσιακοί και οι μοντέρνοι κάνουν τον αντιφατικό και πολυδιάστατο Ελληνα.

Αυτή είναι η εθνική μας ταυτότητα που μπορεί να δεχθεί και άλλους που θα την εμπλουτίσουν. Κρίμα που δεν το κατάλαβαν οι δικαστές…

Ο κ. Γιώργος Κουβελάκης είναι σύμβουλος Επικρατείας ε.τ., τέως υπουργός Δικαιοσύνης.