Η Ελλάδα εξακολουθεί να θεωρείται το εύκολο θήραμα των κερδοσκόπων, παρά τις σημαντικές δημοσιονομικές βελτιώσεις που έγιναν την προηγούμενη χρονιά. Η ανεξήγητη και αιφνιδιαστική κίνηση της Fitch να υποβαθμίσει εκ νέου την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, η διόγκωση των spreads σε κάθε γερμανικό ψίθυρο και τα επιπόλαια σενάρια αναδιάρθρωσης τροφοδοτούν τη νευρικότητα των αγορών και επιβαρύνουν χωρίς πραγματική αιτία το κλίμα στην οικονομία.

Τελευταίο δείγμα τέτοιας απροκάλυπτης ανευθυνότητας είναι η έκθεση για το παγκόσμιο χρέος που δημοσίευσε μεγάλη αμερικανική τράπεζα και αναφέρει ότι η Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να υποχρεωθεί σε αναδιάρθρωση του χρέους απλώς και μόνο επειδή ο αναλυτής « θεωρεί απίθανη την επίλυση του δημοσιονομικού ζητήματος ». Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει έχοντας κάνει υπολογισμούς με τόση προχειρότητα και αυθαιρεσία, που θα έκανε ακόμη και έναν πρωτοετή φοιτητή να αισθάνεται άβολα.

Για τη σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους στο 150% του ΑΕΠ το 2012 θεωρεί ότι απαιτείται πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με 6% του ΑΕΠ σε μόνιμη βάση. Συγκρίνοντάς το με το πρωτογενές έλλειμμα-4% του ΑΕΠ που σημειώθηκε πέρυσι, βγάζει το συμπέρασμα ότι η περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή που χρειάζεται είναι 10% ΑΕΠ, δηλαδή επιπλέον 23 δισ. ευρώ τον χρόνο. Κάτι τέτοιο είναι φυσικά αδύνατο και καταλήγει έτσι στη γνωστή επωδό των κερδοσκόπων ότι «τα νούμερα δεν βγαίνουν» και θα οδηγηθούμε σε κάποιου είδους στάσης πληρωμών.

Σε τρεις γραμμές, η έκθεση αυτή κάνει τρία χονδροειδή λάθη και ξεχνά δύο καθοριστικούς παράγοντες.

1. Διογκώνει αυθαίρετα το πραγματικό κόστος δανεισμού, λες και τα spreads θα μείνουν για πάντα στις 800 μονάδες. Με ανάπτυξη 2% και πληθωρισμό 3%, που ρεαλιστικά μπορεί να επικρατούν στην ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια, το απαιτούμενο πρωτογενές πλεόνασμα που σταθεροποιεί το χρέος είναι μόλις 1,5% του ΑΕΠ σε μόνιμη βάση ακόμη και αν τα επιτόκια δανεισμού ξεπεράσουν το 6% ετησίως.

2. Η σύγκριση με το σημείο αφετηρίας πρέπει να γίνει όχι με βάση το 2010 που ήταν έτος βαριάς ύφεσης, αλλά τουλάχιστον με το 2011, οπότε το πρωτογενές έλλειμμα θα έχει πρακτικά μηδενιστεί σύμφωνα με τον στόχο 0,40% στον εφετινό προϋπολογισμό. Ετσι η επιπλέον δημοσιονομική προσαρμογή που απαιτείται φτάνει μόλις 2% του ΑΕΠ και είναι εφικτή χωρίς νέα μέτρα.

3. Αγνοεί εντελώς την επίδραση των αποκρατικοποιήσεων στη σταθεροποίηση του χρέους. Ακόμη και με ήπιες αποκρατικοποιήσεις της τάξεως του ενός δισ. ευρώ ετησίως, το δημόσιο χρέος όχι μόνο θα σταθεροποιηθεί, αλλά και θα αποκλιμακωθεί τα επόμενα χρόνια. 4. Ξεχνά ότι μέρος του 150% του ΑΕΠ που προβλέπει ότι θα είναι το χρέος το 2012 αποτελούν και τα 110 δισ. ευρώ της βοήθειας, τα οποία είναι μεν οφειλή της χώρας μας, αλλά δεν είναι εκτεθειμένα στην πίεση των αγορών.

5. Αν μάλιστα γίνει η επιμήκυνση αποπληρωμής και μειωθούν τα επιτόκια, όπως ήδη διαπραγματεύεται η Ιρλανδία, τότε η σταθεροποίηση του χρέους θα απαιτεί πρωτογενή πλεονάσματα μόλις 1% του ΑΕΠ.

Ενα ελάχιστο δείγμα δεοντολογίας από πλευράς τέτοιων αναλυτών, θα ήταν η άμεση επανόρθωση των δυσοίωνων προβλέψεων και η δημοσίευση νέων με ρεαλιστικά στοιχεία. Αυτό θα στερούσε ίσως τους κερδοσκόπους από κάποια κέρδη, θα έκανε όμως τους έλληνες πολίτες και τους σοβαρούς επενδυτές να απαλλαγούν από τις «βόμβες πανικού» που κάθε τόσο πέφτουν στην ελληνική οικονομία. Στις σημερινές συνθήκες είναι επείγουσα η ανάγκη συνεχούς και αξιόπιστης ενημέρωσης των αγορών με βάση τα πραγματικά δεδομένα και όχι με τις ευφάνταστες υπερβολές κάθε επιπόλαιου αναλυτή.

Ο κ. Ν. Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.