H πολιτική και θεσμική κρίση που συνταράσσει την ευρωζώνη και το αρχιτεκτόνημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν οφείλεται αποκλειστικά στις αποκλίσεις κάποιων «άτακτων» κρατών-μελών από τις επιταγές του Συμφώνου Σταθερότητας. Το Μάαστριχτ έθεσε οριζόντιες δημοσιονομικές υποχρεώσεις μορφοποιώντας τον χωλό προσανατολισμό της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης. To αναπτυξιακό σκέλος και η απολύτως συνδεόμενη με αυτό φορολογική πολιτική εξακολουθoύν σήμερα να απουσιάζουν ως ενωσιακό πολιτικό πρόταγμα από τις προθέσεις της Επιτροπής και εκείνων των κρατών-μελών που διαμορφώνουν κυρίαρχα τη στρατηγική της Ενωσης.

Μέσα σε αυτή τη δύσκολη για το μέλλον και τη βιωσιμότητα της ΟΝΕ συγκυρία έχει ξεκινήσει ο διάλογος για την Κοινή Γεωργική Πολιτική με χρονικό ορίζοντα το 2020 προκειμένου οι γενικόλογες κατευθυντήριες γραμμές που παρουσίασε στην ανακοίνωσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταλήξουν σε νομοθετικές προτάσεις το καλοκαίρι του 2011 και στη συνέχεια να μετεξελιχθούν μέσα από τη διαδικασία συναπόφασης Ευρωκοινοβουλίου και Συμβουλίου στη νέα Κοινή Γεωργική Πολιτική που θα τεθεί σε ισχύ το 2014.

Καθώς η ΚΓΠ συνιστά επί της ουσίας τη μόνη κοινή πολιτική στο επίπεδο της Ενωσης με ουσιαστική χρηματοδότηση που αγγίζει το 40% του κοινοτικού προϋπολογισμού και με διττό προσανατολισμό α) άμεσες εισοδηματικές ενισχύσεις και β) αναπτυξιακό σκέλος, είναι σκόπιμο να σχεδιάσουμε το νέο της περιεχόμενο με οδηγό την εμπειρία της κρίσης. Είναι σκόπιμο σε αντίθεση με ό,τι κάναμε για το ευρώ, το οποίο σχεδιάσαμε για να κυκλοφορεί στις αγορές σε συνθήκες σταθερότητας, χωρίς θωράκιση και μηχανισμούς στήριξης απέναντι σε κρίσεις και κερδοσκοπικές επιθέσεις, να διαμορφώσουμε στην πράξη και όχι με ανέξοδες ρητορείες την Κοινή Γεωργική Πολιτική που στηρίζει και εγγυάται την παραγωγή δημόσιων αγαθών, γιατί τα τρόφιμα είναι δημόσια αγαθά και όχι εμπορικά προϊόντα.

Συνακόλουθα είναι αναγκαίο να αυξήσουμε την παραγωγική ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως μέτρου εγγύησης της επισιτιστικής ασφάλειας, η οποία συνιστά μέγιστη πρόκληση και ζητούμενο μέσα από την σε παγκόσμιο επίπεδο αυξανόμενη αλματωδώς ζήτηση στην παραγωγή τροφίμων, σε συνθήκες πρωτοφανούς ανόδου των τιμών των τροφίμων. Το ράλι των τιμών που ξεκίνησε το 2008 συνεχίζεται και είναι βέβαιο ότι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και οι ανοδικές τάσεις στο πετρέλαιο θα συντηρήσουν την αυξητική τάση. Την τριετία 2007-2010 οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 80%, ενώ υπολογίζεται ότι ως το 2050 η παγκόσμια αγροτική παραγωγή τροφίμων θα πρέπει να διπλασιαστεί προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού στον πλανήτη.

Δίπλα στον μείζονα στόχο της επισιτιστικής ασφάλειας και της συνδεδεμένης με αυτόν ενίσχυσης του αγροτικού εισοδήματος που προσφέρει ανταγωνιστικά, επώνυμα και πιστοποιημένα προϊόντα, ασφαλώς η Κοινή Γεωργική Πολιτική πρέπει να στραφεί στη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων και στις δράσεις για την κλιματική αλλαγή, σε μια πιο πράσινη γεωργία.

Ασφαλώς και χρειάζεται ανασχεδιασμός και καλύτερη στοχοθέτηση των ενισχύσεων τόσο των άμεσων όσο και του δεύτερου πυλώνα. Οχι όμως στη λογική της «δημοσιονομικής προσαρμογής». Η κρίση επιβάλλει πολιτικές αναπτυξιακού σχεδιασμού και ασφάλειας και όχι γερμανικού τύπου περικοπές και μέσους όρους μοιράσματος στον διευρυμένο χάρτη των 27 κρατών-μελών. Η κρίση επιβάλλει αναπτυξιακή αντεπίθεση και όχι περικοπές νεοφιλελεύθερης έμπνευσης Οπως ασφαλώς η κατανομή των ενισχύσεων οφείλει να υπηρετεί τον μείζονα στόχο της επισιτιστικής ασφάλειας όχι γιατί έτσι θα κατευναστούν οι γερμανοί φορολογούμενοι, αλλά γιατί με αυτόν τον τρόπο θα θωρακιστεί η ευρωπαϊκή οικονομία και οι ευρωπαϊκές εξαγωγές.

Για την Ελλάδα, αναμφίβολα «ωφελημένο» εταίρο από την εφαρμογή της ΚΑΠ 2007-2013, η κρίση μάς επιβάλλει να τη μετατρέψουμε σε ευκαιρία. Είμαστε η χώρα με το δεύτερο μετά τη Μάλτα υψηλότερο ποσοστό άμεσων ενισχύσεων που απορροφά 6,5% των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, δηλαδή 2,8 δισ. ευρώ, και που παρ’ όλα αυτά το 2010 εμφανίζουμε μετά τη Βρετανία και τη Ρουμανία τη μεγαλύτερη πτώση στο αγροτικό μας εισόδημα -4,3%, τη στιγμή που η Δανία παρουσιάζει εκρηκτική αύξηση 64,8%, η Εσθονία 48,8%, η Ιρλανδία 39,1%.

Το γεωργικό εισόδημα μειώθηκε σημαντικά την τελευταία πενταετία (14,22%), είναι έτσι κι αλλιώς εξαιρετικά χαμηλότερο σε σχέση με τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας (κατά 40% ανά μονάδα εργασίας) και εξαιρετικά χαμηλότερο σε σχέση με αυτό των αστικών περιοχών (κατά 50% περίπου).

Την ίδια στιγμή η συμβολή του αγροτικού εισοδήματος στο ΑΕΠ από το 5,6% που ήταν το 2001 είναι σήμερα στο 3,4% και η απασχόληση μειώθηκε από το 16,9% στο 11,7%. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η ηλικιακή κατανομή των εργαζομένων στη γεωργία στη χώρα μας διαμορφώνει άλλο ένα γερασμένο εθνικό προφίλ:

_ Το 51,1% των απασχολουμένων είναι 45-64 ετών, τη στιγμή που μόλις το 5,9% ηλικίας 25-29 ετών απασχολείται στον κλάδο. Είναι φανερό ότι η αποσύνδεση της παραγωγής από την καταβολή των άμεσων ενισχύσεων απομάκρυνε ακόμη περισσότερους από το έτσι κι αλλιώς απαξιωμένο στη συλλογική μας συνείδηση χωράφι.

Με βάση τα δεδομένα αυτά και στον ορίζοντα της κρίσης όπου ο πρωτογενής τομέας συνιστά για τη χώρα τη βαριά της βιομηχανία που οφείλει να ενεργοποιήσει τα φουγάρα της, η χάραξη εθνικής αγροτικής πολιτικής στρέφεται σε δύο κατευθύνσεις:

1.

Στη διακριτή και στοχευμένη διαπραγματευτική μας παρέμβαση σε όλα τα στάδια διαμόρφωσης της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής (2014-2020).

2.

Στην επιτελική οργάνωση της υποστήριξης της αγροτικής παραγωγής. Αυτός ο δεύτερος στόχος υλοποιείται μέσα από πολύμορφες παρεμβάσεις που υποκαθιστούν ένα στατικό και γραφειοκρατικό μοντέλο διοίκησης χωρίς αναφορά στην παραγωγική διαδικασία και άρα χωρίς δυνατότητες ουσιαστικής υποστήριξής της.

Αυτές οι παρεμβάσεις συνίστανται κατ’ αρχήν στις απαραίτητες νομοθετικές πρωτοβουλίες (μητρώο αγροτών, μητρώο εμπόρων, νέα λειτουργία ΕΛΓΑ, νέο πλαίσιο για τους συνεταιρισμούς, ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων που θα αντιμετωπίσει το σημερινό καθεστώς ανομίας και θα προβλέπει διαδικασίες νομιμοποίησης των παρανόμως σήμερα λειτουργουσών εγκαταστάσεων δημιουργώντας την αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη του κλάδου).

Συνίστανται παράλληλα στον αναπροσανατολισμό των κλασικών λειτουργιών του υπουργείου και των εποπτευόμενων φορέων του στις ανάγκες των παραγωγών και της παραγωγής. Συνίστανται στην ενοποίηση των υφιστάμενων δομών έρευνας – εκπαίδευσης και πιστοποίησης. Η ενοποίηση αυτή δεν εξαντλείται σε μια διοικητική σύμπτυξη που υπαγορεύεται από τις επιταγές του μνημονίου. Υπηρετεί αδήριτες αναπτυξιακές ανάγκες και κυρίως τη δημιουργία των προϋποθέσεων οργάνωσης εφαρμοσμένης έρευνας στον αγροτικό χώρο, προσανατολισμένης στις ανάγκες των παραγωγών, ικανής να οδηγήσει στις αναδιαρθρώσεις των καλλιεργητών τις οποίες επί δεκαετίες σχεδιάζουμε επί χάρτου. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η κρίση μπορεί να λειτουργήσει ως πυξίδα και όχι ως αναγκαίο κακό.

Μια παρέα νέων ανθρώπων από την Κρήτη ξεκίνησε μια θερμοκηπιακή καλλιέργεια με μικρό κεφάλαιο κίνησης και μηδενικές επιδοτήσεις. Αγαπώντας αυτό που έκαναν, αναζητώντας τις βέλτιστες λύσεις στην παραγωγή, στην οργάνωση, στη διάθεση και εμπορία, έφτασαν σήμερα να έχουν ετήσια παραγωγή 2.500 τόνους και σχεδιάζουν τις επόμενες παραγωγικές κινήσεις τους. Είναι σήμερα υγιείς και εύρωστοι παραγωγοί-επιχειρηματίες χωρίς ούτε ένα ευρώ επιδότηση από την Κοινή Αγροτική Πολιτική. Ας ελπίσουμε ότι θα βρουν πολλούς μιμητές.

Η κυρία Μιλένα Αποστολάκη είναι υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης.