Αναμφίβολα, η καθιέρωση του ευρώ είχε μια απόλυτα θετική επίδραση στην ανάπτυξη των γερμανικών εξαγωγών. Η εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου και η μέσω του ενιαίου νομίσματος διευκόλυνση των συναλλαγών ενίσχυσαν την προώθηση των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια η κρίση του ευρώ βοήθησε ακόμα περισσότερο την γερμανική εξαγωγική επέκταση. Όπως μάλιστα επισημαίνουν πολλοί Γερμανοί αναλυτές, η κρίση αυτή ήταν ό, τι χρειαζόταν αυτήν την περίοδο, η Γερμανική οικονομία. Ταυτόχρονα συμφωνούν, πως η έξοδος από το ευρώ θα ήταν καταστροφική. Ορισμένοι μάλιστα παρομοιάζουν, μια πιθανή επαναφορά του μάρκου και μια απολύτως αναμενόμενη εκτόξευσή του στα ύψη, με το μύθο του Ίκαρου με τα γνωστά, από την Ελληνική μυθολογία, αποτελέσματα.

Αν αυτά είναι στους περισσοτέρους γνωστά, στην Γερμανική δημόσια ζωή επανακάμπτει η επισήμανση των αρνητικών επιδράσεων της δημιουργίας του ευρώ και κατ’ επέκταση της ευρωζώνης. Η συχνά κατευθυνόμενη μεμψιμοιρία για τον Γερμανό φορολογούμενο, που καλείται να καλύψει τα ελλείμματα και τα χρέη των «αμαρτωλών» του Ευρωπαϊκού Νότου, επεκτείνεται. Η συζήτηση τροφοδοτείται από αναλύσεις Γερμανικών οικονομικών Ινστιτούτων με κοινό σημείο την αναζήτηση μέσων και πολιτικών για τη μεγιστοποίηση των οικονομικών ωφελειών για τη Γερμανική οικονομία. Στις συζητήσεις αυτές ο προβληματισμός για πιθανές επιπτώσεις στην κοινή (;) πορεία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης απουσιάζει. Μ’ αυτήν την έννοια το σύνολο αυτών των απόψεων αποδόθηκε στον τίτλο του παρόντος σημειώματος ως αναβίωση του Γερμανικού (οικονομικού) εθνικισμού.

Είναι γεγονός, ότι στην περίοδο 1998-2007, πάνω από τα 2/3 των Γερμανικών αποταμιεύσεων τοποθετήθηκαν στο εξωτερικό. Παρότι, όπως υποστηρίζει και η οικονομική θεωρία, τις εξαγωγές αγαθών ακολουθούν οι εξαγωγές κεφαλαίων, πολλοί Γερμανοί αναλυτές τονίζουν, ότι η καθιέρωση ενιαίων επιτοκίων δανεισμού στις χώρες της Ευρωζώνης, οδήγησε σε υπερβολικά εκτεταμένες εκροές κεφαλαίων, από την Γερμανία προς άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Μεγάλο μέρος αυτών των κεφαλαίων επενδύθηκε σε χώρες της Ευρωπαϊκής περιφέρειας. Τα αποτελέσματα ήσαν θετικά γι’ αυτές, ιδιαίτερα για τον τομέα των κατασκευών και την ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ταυτόχρονα όμως ήσαν αρνητικά. για τους ρυθμούς ανάπτυξης, την ανεργία, την κατανάλωση και τις τιμές της γης και των ακινήτων, στην Γερμανία.

Η εξέλιξη αυτή, τονίζουν, συνεχίστηκε μέχρι πολύ πρόσφατα (2008), οπότε επανέκαμψαν η διεύρυνση των διαφορών στα επιτόκια και η μείωση της ρευστότητας. Αυτή η επιστροφή στις διαφορές των επιτοκίων στα προ του 1997 επίπεδα, προφανώς απότοκη των διαφορών των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων (spreads), έχει επαναφέρει την επένδυση των γερμανικών αποταμιεύσεων στο εσωτερικό της χώρας. Ως αποτέλεσμα η Γερμανία βιώνει σήμερα τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, μια σημαντικότατη μείωση της ανεργίας σε επίπεδα προ του 1991 με ταυτόχρονη αύξηση των μισθών, ένα μπουμ της εσωτερικής κατανάλωσης και μια ραγδαία άνοδο όλων των αξιών.

Για πολλούς από τους Γερμανούς οικονομικούς αναλυτές, η συνέχιση αυτής της κατάστασης προϋποθέτει τη διατήρηση των διαφορών στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, άρα και τις επακόλουθες αποκλίσεις στα επιτόκια δανεισμού μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωζώνης απαραίτητη προϋπόθεση. Με αυτήν την πολιτική μεγάλα κομμάτια της Γερμανικής πολιτικής ελίτ συμφωνούν. Πολλοί οικονομολόγοι – αναλυτές, επιδοκιμάζουν απεριόριστα την πολιτική της κ. Merkel λέγοντας ότι επιτέλους, σήμερα ασκεί την ακριβώς σωστή πολιτική!

Το πρόβλημά επομένως, σύμφωνα με τη σχολή σκέψης στην οποία αναφερόμαστε, δεν είναι απλά η προστασία του Γερμανού φορολογούμενου, είναι βαθύτερο. Γι’ αυτό και η ρητή αντίθεση στην πλήρη διασφάλιση των ιδιωτών επενδυτών κρατικών ομολόγων, ανεξαρτήτως του ρίσκου των επιλογών τους. Εκτιμούν ότι η συνέχιση μιας τέτοιας πολιτικής θα επαναφέρει την πλήρη σχεδόν σύγκλιση στις αποδόσεις των ομολόγων, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της περιόδου 1997 – 2008. Αυτό θέλουν να αποτρέψουν. Αντίθετα, κάθε πρόβλεψη για συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών, θα παγιώσει τις αποκλίσεις, γι’ αυτό και την επιθυμούν.

Η διατήρηση των διαφορών στις αποδόσεις των ομολόγων, αποτελεί σήμερα κεντρική Γερμανική επιλογή, σύμφωνη ίσως με τα βραχυπρόθεσμα οφέλη της Γερμανικής οικονομίας. Οι απόψεις αυτές μπορεί στο μέλλον να ηττηθούν. Δυστυχώς, όμως οι ευρωπαϊκές φωνές στη σημερινή Γερμανία σπανίζουν. Άλλωστε, πώς να ερμηνεύσει κανείς ότι ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών κ. Schaeuble θεωρείται πλέον στη χώρα του, «ο τελευταίος των Ευρωπαίων»;

*Ο κ.

Στ. Κατρανίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας