Πριν από λίγα μόνο χρόνια πιστεύαμε ότι το πανεπιστήμιο είναι το τελευταίο οχυρό που δεν έχει πέσει στα μάτια της κοινωνίας· έγινε όμως και αυτό· με καταλύτες κυρίως τους συκοφάντες του, που γιγαντώνουν την εξαίρεση και ελαχιστοποιούν τον κανόνα· αλλά και με μερικούς εκ των έσω που έχουν παρερμηνεύσει τον ρόλο τους. Οχι βέβαια ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν έχει προβλήματα. Αντί όμως να εστιάζεται κάθε φορά η συζήτηση στα προβλήματα αυτά και να προσεγγίζεται η λύση τους, εμφανίζονται «λύσεις» της μορφής «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι», ανατροπή δηλαδή στην ανατροπή· και τα προβλήματα εκκρεμούσαν εν αδρανεία και αδρανούσαν εν εκκρεμότητι.

Από την παντοδυναμία της έδρας λ.χ. ορθώς φθάσαμε στον Ν. 1268/82 που απελευθέρωσε τεράστιες ερευνητικές και εκπαιδευτικές δυνάμεις στα ελληνικά πανεπιστήμια. Τα προβλήματα όμως που συνοδεύουν κάθε σοβαρή αλλαγή δεν αντιμετωπίζονταν στη βάση μιας συνεκτικής προσαρμογής, αλλά εναλλάσσονταν με μορφή εκκρεμούς. Αύξηση- μείωση- αύξηση της φοιτητικής συμμετοχής στα συλλογικά όργανα, αύξηση- μείωση- αύξηση στα μέλη των εκλεκτορικών σωμάτων, ανεξέλεγκτη έγκριση ίδρυσης νέων στενού γνωσιακού αντικειμένου Τμημάτων.

Και ενώ αναμένει κανείς από τους πολιτικούς και ακαδημαϊκούς σχεδιαστές, αν τους λάβουν υπόψη τους οι πρώτοι, να ισορροπήσουν τις παρεκκλίσεις, καινοτομούν συνήθως και δημιουργούνται νέα προσαρμοστικά προβλήματα που ικανοποιούν πάλι τη θεωρία του εκκρεμούς· με τη λύση να απέχει από την παγίωση μιας παράδοσης, ενός στόχου, ο οποίος θα μορφοποιεί την ταυτότητα του ελληνικού πανεπιστημίου και όχι τον μιμητισμό του· για να μην επηρεάζεται εύκολα από τις απροσδιόριστες «περιβαλλοντικές» επιδράσεις.

Ετσι φτάσαμε σήμερα να συζητούμε και να διαβουλευόμαστε αν λ.χ. ο πρύτανης θα διορίζεται και θα παύεται από ένα διορισμένο, εν πολλοίς εξωπανεπιστημιακό, Συμβούλιο! Αν θα προωθηθεί π.χ. η διεπιστημονικότητα/διαθεματικότητα με τη γιγάντωση της σχολής και τη νανοποίηση των τμημάτων, σε μια εποχή όπου αναδύονται πρωτοπόρα γνωσιακά αντικείμενα τα οποία θα ασφυκτιούν μέσα στην αγκαλιά της πολυγνωσιακής σχολής, αντί η προώθηση αυτή να γίνει μέσα από τα προγράμματα σπουδών που θα ενσωματώνουν και στοιχεία ακαδημαϊκής διεπιστημονικότητας/διαθεματικότητας. Δεν συζητούμε ωστόσο το αν η θεμιτή πανεπιστημιακή δημοκρατία θα μπορεί να λειτουργήσει σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Η τελευταία όμως διάζευξη πρέπει να είναι ο πυρήνας της συζήτησης, αλλά ίσως δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό. Και αντί το νοικοκύρεμα και η αποτελεσματικότητα των πανεπιστημίων, η ελαχιστοποίηση των αποκλίσεων από τον ακαδημαϊκό και δημοκρατικό χαρακτήρα τους να είναι ο στόχος, υπάρχει ο φόβος ότι η προτεινόμενη στόχευση έχει δυσκολίες και εύλογα διερωτάται κανείς για το αν τελικά κάποιος άλλος είναι ο διεθνής στόχος. Διότι η μαζικοποίηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, που άρχισε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έφθασε σε «επικίνδυνα» υψηλό σημείο διεθνώς! Κάπως πρέπει να ανακοπεί ο ρυθμός αυτός και να μικρύνουν τα πανεπιστήμια! Γι΄ αυτό άλλες χώρες αυξάνουν υπέρογκα τα δίδακτρα και άλλες προτιμούν διαρθρωτικές αλλαγές, με πολλές όμως παρενέργειες. Η ευθύνη όλων μας λοιπόν είναι να αντιπαραθέσουμε τεκμηριωμένες και σοβαρές αντιπροτάσεις στο κείμενο διαβούλευσης, στην κρίσιμη αυτή καμπή για το δημόσιο πανεπιστήμιο, για να εμπλουτισθεί ο προβληματισμός και οι δυνατές λύσεις, που πιθανόν να αναζητεί και η πολιτεία.

Διαφορετικά θα ξαναπαιχθεί το σενάριο του εκκρεμούς και η δημοκρατία, που κινείται μέσα στο πανεπιστήμιο από την ισορροπία έως την κακοποίησή της, θα κινδυνεύσει να «προσαρμοστεί» σε έναν νέο φιλελεύθερο θώκο, άγνωστο στα ελληνικά πανεπιστήμια, και να γίνει αγνώριστη· και αυτό πρέπει να προσεχθεί, γιατί η εξαίρεση θα γίνει κανόνας. Ας προσέξουμε λοιπόν όλοι γι΄ αυτό το πιθανό ενδεχόμενο και ο καθένας, εξουσιαστής και εξουσιαζόμενος, να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν για τη μερική κακολειτουργία των πανεπιστημίων και την ανατροπή των ονείρων του.

Ο κ. Σταμάτης Ν. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής.