Το διογκούμενο μέχρις εσχάτων απεργιακό κύμα των τελευταίων εβδομάδων αποτελεί, κατά την επικρατούσα άποψη της Κοινής Γνώμης, ένα φαινόμενο το οποίο έχει τις ρίζες του στην επί δεκαετίες υποβάθμιση του ρόλου που θα έπρεπε να έχει, δικαιώνοντας στην πράξη ένα κατακτημένο με αγώνες και διώξεις πολλών ηγετικών στελεχών του.

Σε πραγματικά χαλεπούς καιρούς, από άποψη πολιτικών ελευθεριών, περιορισμένων ή κυριολεκτικά ακυρωμένων, οι εργαζόμενοι αγωνίστηκαν μέχρις εσχάτων σε πολύ ή λιγότερο επιτυχημένες συγκρούσεις με την εργοδοσία ή την Πολιτεία. Αποτέλεσμα αυτών ακριβώς των αγώνων αποτελεί και το σύνολο των εργασιακών δικαιωμάτων που απολαμβάνουν οι προσφέροντες στην επαύξηση του κοινωνικού πλούτου πολίτες. Χωρίς αμφιβολία, σε όλους όσους «μάτωσαν», κυριολεκτικά ή μεταφορικά, η ιστορική μνήμη αποκαλύπτεται και υποκλίνεται.

Ατυχώς, είναι μάλλον προφανές ότι οι σημερινές συνδικαλιστικές ηγεσίες ή δεν θυμούνται ή δεν θέλουν να θυμούνται. Τουλάχιστον οι συγκρίσεις με το μέγεθος της προσωπικότητας των συνδικαλιστών του παρελθόντος είναι –ενδεχομένως- μια εξαιρετικά δυσμενής απόφαση.

Το «Ελληνικό» παράδειγμα των συνδικαλιστικών πραγμάτων από μόνο του αποτελεί μια περιπτωσιακή μελέτη για τους ασχολούμενους με τον χώρο. Όντως, αυτό που εννοούμε «συνδικάτο» στην χώρα μας δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με τα όσα στην Εσπερία εννοούν με την αντίστοιχη ορολογία. Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι η ιστορική μετεξέλιξη των κοινωνικών σχηματισμών, μεταξύ των άλλων, προϋπόθετε και την μετάβαση από την συντεχνιακή οργάνωση των «μαστόρων» στην μαζική εκπροσώπηση των εργαζομένων με κάθε τρόπο στην παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών.

Τι συμβαίνει όμως επί σειρά ετών στην χώρα μας; Ένας υπερ-διογκωμένος δημόσιος τομέας καταπιέζει με κάθε έννομο τρόπο αλλά και με περισσή προκλητικότητα, κάθε απόπειρα έστω και αστικής φύσεως εκσυγχρονισμού. Με κυρίαρχο σύνθημα το «Κάτω τα χέρια από τα κεκτημένα» και άκρατου λαϊκισμού κραυγές περί του «Δικαίου του Εργάτη», έχει μέχρι σήμερα κατορθώσει, όχι απλώς την συντήρηση μη προοδευτικών αντιλήψεων αλλά και την διατήρηση προνομίων που, αν δεν τα δικαιούνται τελείως, είναι τουλάχιστον απαράδεκτα ως προς το ύψος, το εύρος αλλά και τον αριθμό των δικαιούχων.

Ας προσπαθήσει κάποιος να ζητήσει από τους εν σειρά παρελαύνοντες στα Μ.Μ.Ε. κ.κ. συνδικαλιστές απαντήσεις ή περί του αντιθέτου επιχειρήματα για «Αξιολόγηση», «Παραγωγικότητα», «Ποιότητα». Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι οι όποιες αποκρίσεις θα συμπεριλαμβάνουν «κλισέ» της κατηγορίας «λακέδες της εργοδοσίας», «άγριος καπιταλισμός» κά.

Σε τελική ανάλυση, εφόσον ακόμη λειτουργούμε σε καθεστώς ανοικτής οικονομίας και ελεύθερης αγοράς, μήπως είναι προς το γενικότερο συμφέρον η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και η διατήρηση της λειτουργίας των επιχειρήσεων «στο κόκκινο» με την διακράτηση θέσεων απασχόλησης; Εξακολουθώ να πιστεύω πως διαφεύγει της συλλογιστικής των συνδικαλιστικών ηγεσιών η προϋποθέση της απασχόλησης ως τροφοδότη π.χ. της Κοινωνικής Δημόσιας Ασφάλισης, άρα και της σχετικής προνοιακής κάλυψης απασχολουμένων, συνταξιούχων και αναξιοπαθούντων. Εκτός και εάν τα κατακτημένα πρόσθετα ιδιωτικά ασφαλιστικά «πακέτα» που έχουν ορισμένοι κλάδοι (με αγώνες, βεβαίως….) τους έχουν συναισθηματικά και εν τοις πράγμασι απομακρύνει από τα «φιλοδωρήματα» της πρώτης.

*Ο κ. Δ. Πατσάκης είναι οικονομολόγος