Η Γαρυφαλλιά ήταν πρωτοετής φοιτήτρια στην Κτηνιατρική Σχολή των Τιράνων όταν τα σύνορα ΑλβανίαςΕλλάδας άνοιξαν διάπλατα. Εγκατέλειψε τις σπουδές της και με συγγενείς και συμπατριώτες πήρε τον δρόμο για τη «μητέρα πατρίδα». Ετσι είχαν γαλουχήσει τους Βορειοηπειρώτες. Πίστευαν ότι η Ελλάδα θα τους περίμενε με «ανοιχτές αγκάλες». Ηλπιζαν σε ένα λαμπρό μέλλον.

Ηταν το στερνό από πέντε παιδιά. Ο πατέρας δάσκαλος, η μάνα τούς «άφησε» όταν η Γαρυφαλλιά ήταν έξι χρόνων. Μεγάλωσε ορφανή. Κουβαλούσε τις ανασφάλειες που η ορφάνια θεριεύει. Μεγάλο ρόλο στην ανασφάλειά της έπαιξε επίσης και το αντικαθεστωτικό ιστορικό της οικογένειας. Ο εκ πατρός παππούς, παπάς, ένθερμος φιλέλληνας, κατηγορήθηκε σαν κατάσκοπος της Ελλάδας. Το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα τον καταδίκασε σε θάνατο διά απαγχονισμού. Ο πατέρας και όλη η οικογένεια τελούσαν υπό στενή παρακολούθηση.

Ολες αυτές οι ψυχοτραυματικές εμπειρίες, αλλά και το γεγονός ότι ο πλατωνικός της έρωτας από τα γυμνασιακά χρόνια, αλλά και τα αδέλφια της είχαν φύγει όλοι για την Ελλάδα, αποτέλεσαν σημαντικά στοιχεία στη φυγή της στο άγνωστο μέλλον. Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα δεν ήταν ρόδινα. Η «μητέρα πατρίδα» λειτουργούσε ως κακιά μητριά. Δεν υπήρξε γι΄ αυτούς καμία κοινωνική μέριμνα. Δούλευαν ατελείωτες ώρες για ένα μικρό, ανασφάλιστο μεροκάματο. Ζούσαν στοιβαγμένοι, αδέλφια, νύφες και ξαδέλφια, σε μικρούς ανθυγιεινούς χώρους. Χρόνος για ξεκούραση δεν υπήρχε. Η δυνατότητα για διασκέδαση ανύπαρκτη.

Παντρεύτηκε τον έρωτά της και με τα εισοδήματα των δυο τους άρχισαν να παίρνουν την «πάνω βόλτα». Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η Γαρυφαλλιά είναι η οικονόμος μιας οικογένειας. Εργασιομανής, τελειομανής και έντιμη, κατάφερε με αιματηρές οικονομίες η οικογένειά της να αποκτήσει το δικό της, άνετο, άψογα επιπλωμένο, διαμέρισμα. Στη μοναχοκόρη τους παρέχουν όλες τις δυνατότητες, καλές και κακές, που απολαμβάνουν οι νεοέλληνες συμμαθητές της.

Τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης άρχισε να τα νιώθει και η Γαρυφαλλιά.

Ο άνδρας της είναι εικονογράφος. Η ζήτηση για τη δουλειά του λιγοστεύει κάθε μέρα. Τα οικογενειακά έξοδα ανεβαίνουν, οι οφειλές από την εργασία του πολλαπλασιάζονται, αγχώνονται όσο ποτέ άλλοτε. Η ανασφάλεια άρχισε να την κυριεύει. Η μνήμη της αλλάζει πρόσημο. Ξέχασε τα δεινά που υπέστη από το καθεστώς του Χότζα και απελπισμένα αναπολεί το προστατευτικό σύστημα του ολοκληρωτικού καθεστώτος. Ξέχασε ότι δεν μπορούσε να εκφραστεί, ότι απαγορευόταν να ασκήσει δημοσίως τα θρησκευτικά της καθήκοντα, ότι η Κτηνιατρική που άρχισε να σπουδάζει δεν ήταν η δική της προτίμηση αλλά η προτίμηση του κράτους. Θυμάται μόνον τα «πλεονεκτήματα». Δεν περνά μέρα που να μην τα αναπολεί: «Είχαμε άριστα σχολεία, δασκάλους και καθηγητές με αφοσίωση και δωρεάν βιβλία στις βιβλιοθήκες μας» λέει. «Το κρατικό σχολείο προετοίμαζε όλους όσοι ήθελαν ή μπορούσαν να συνεχίσουν ανάλογα με τις δυνατότητές τους τεχνική ή επιστημονική ανώτερη εκπαίδευση. Τα νοσοκομεία ήταν για τον κόσμο. “Φακελάκι” δεν υπήρχε. Οποιος γιατρός τολμούσε να το ζητήσει το χέρι τού κοβόταν. Ολοι είχαν δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Δεν υπήρχαν άστεγοι. Μόλις κάποιος τελείωνε τις σπουδές, η κυβέρνηση είχε γι΄ αυτόν μια θέση εργασίας. Τα χρήματα από την αποζημίωση της δουλειάς τους ήταν αρκετά για φαγητό και ενδυμασία. Ανεργοι ή ανεπάγγελτοι δεν υπήρχαν». Η αγχογόνος αβεβαιότητα ανακατασκευάζει τη μνήμη της. Εξιδανικεύει το απεχθές παρελθόν γιατί δεν αντέχει την ανασφάλεια που βιώνει σήμερα.

Πολύ θα επιθυμούσε η Γαρυφαλλιά να αναστηθεί ο Εμβέρ Χότζα για να ξαναζωντανέψει η ασφάλεια. Η ελευθερία δεν της λέει πλέον τίποτε, τη θεωρεί αυτονόητη. Αναπολεί τη σταθερότητα και την προστασία του ολοκληρωτικού καθεστώτος. Η Γαρυφαλλιά ζει στην «ελεύθερη Ελλάδα» ανασφαλής, αγχωμένη, με αβέβαιο μέλλον.

Ο κ. Χαράλαμπος Μ. Μουτσόπουλος είναι καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.