Κ ανένα άλλο σχέδιο κοινωνικής αλλαγής, με εξαίρεση τον φασισμό, δεν απαξιώθηκε- δεν «καταστράφηκε»- όσο το κομμουνιστικό. «Ο κομμουνισμός ως πολιτικό πρόγραμμα δεν υπάρχει πια» έγραψε ο γνωστός ιστορικός, πάντα φιλικός προς το κομμουνιστικό ρεύμα, Ερικ Χομπσμπάουμ.

Οι αριθμοί ωστόσο, και όχι μόνο στην Ελλάδα, διηγούνται μια ελαφρώς διαφορετική ιστορία. Ριζοσπαστικοί πόλοι, συνήθως κομμουνιστικής προέλευσης, έχουν καταγράψει υψηλά εκλογικά ποσοστά σε αρκετές χώρες της Δ. Ευρώπης (Σουηδία, 1998: 12%, Ολλανδία, 2006:16,6%, Γερμανία, 2009:

11,9%). Συνεπώς, η σημαντική άνοδος του ΚΚΕ δεν αποτελεί ούτε κεραυνό εν αιθρία ούτε «ελληνική εξαίρεση». Ούτε οφείλεται, όπως συχνά υποστηρίζεται, σε κάποια εγγενή ανθεκτικότητα του κόμματος. Το ΚΚΕ βρέθηκε αρκετές φορές στο χείλος της αβύσσου (παράδειγμα: το 1991 ή το 2007 με τη δημοσκοπική έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ). Ομως, ο ανορθολογισμός των αντιπάλων του λειτούργησε σαν το φιλί της ζωής και κατέστησε δυνατή την επιβίωση και ανάκαμψή του.

Η αλήθεια των αριθμών

Αποψη από την κεντρική προεκλογική συγκέντρωση του ΚΚΕ για τις αυτοδιοικητικές εκλογές στο Πεδίον του Αρεως

Ας δούμε κατ΄ αρχάς τους αριθμούς. Εάν ο μέσος όρος της επιρροής του ΚΚΕ στην πριν από το 1989 περίοδο ήταν 10,1% (βουλευτικές του 1977, του 1981 και του 1985, όπου και κατέβηκε αυτόνομο), ο αντίστοιχος μέσος όρος του στις τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις της δεκαετίας του 2000 περιορίζεται στο ταπεινό 6,8% της εθνικής ψήφου. Στην πραγματικότητα, και παρά τη διαδεδομένη αντίληψη περί σταθερότητας, το ΚΚΕ έχει χάσει το ένα τρίτο (για την ακρίβεια: 32,7%) της μέσης επιρροής του της περιόδου 1970-1980. Επιπλέον, η επιλογή ως μονάδας μέτρησης της «μέσης επιρροής» σχετικοποιεί το πραγματικό μέγεθος της εκλογικής υποχώρησης, η οποία, για παράδειγμα, στις εκλογές του 1993 υπερέβη το 50% της εκλογικής του δύναμης. Απώλειες τέτοιας τάξης είναι εξαιρετικά υψηλές και διαψεύδουν την υπόθεση της «εγγενούς σταθερότητας». Επιπλέον, η οργανωτική σπονδυλική στήλη του ΚΚΕ (και της ιστορικής ΚΝΕ) έχει δεχτεί πολλά κτυπήματα από αποχωρήσεις και διασπάσεις, κάτι που εξασθενίζει έτι περαιτέρω την υπόθεση της «σταθερότητας».

Αντιθέτως, ο άλλος πόλος της ιστορικής Αριστεράς, που συμβατικά θα ονομάσουμε ανανεωτικό/ριζοσπαστικό, έχει ενισχυθεί σημαντικά. Αν ο μέσος όρος της επιρροής του ΚΚΕ εσωτερικού της περιόδου 1970/1980 (βουλευτικές του 1977, του 1981 και του 1985) ήταν μόλις 1,94%, ο μέσος όρος του διάδοχου σχήματος ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ για τη δεκαετία του 2000 είναι 4,03%, γεγονός που ισοδυναμεί με υπερδιπλασιασμό της δύναμής του (ο δείκτης εξέλιξης της επιρροής του ανανεωτικού πόλου είναι 208 έναντι μόνον 67,3 του ΚΚΕ).

Οι δύο σταθερές
Συνεπώς, η εκλογική ιστορία της Αριστεράς διακρίνεται από δύο σταθερές: α) τη χωρίς ασυνέχειες κυριαρχία του ΚΚΕ απέναντι στους ανανεωτές και β) τη μερική, αλλά μόνον μερική, μείωση της απόστασης από τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ (παράδειγμα οι εκλογές του 1996 με το ΚΚΕ στο 5,6% και τον ΣΥΝ στο 5,1%). Το ΚΚΕ «λύγισε» πολλές φορές, αλλά οι ανανεωτές απέτυχαν άλλες τόσες στη διεκδίκηση της ηγεμονίας.

Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι η Αριστερά ως σύνολο (ΚΚΕ+ΣΥΡΙΖΑ) κατάφερε να πλησιάσει και να υπερβεί το ποσοστό (12%) της δεκαετίας του 1980 στις εκλογές του 2007 (13,2%) αλλά και στις εκλογές του 2009 (12,1% το αθροιστικό ποσοστό). Ως συνέπεια, η Αριστερά της τελευταίας πενταετίας- ήδη πριν από την κρίση χρέους της χώρας- είχε πλήρως επουλώσει το εκλογικό τραύμα του 1989. Αυτό συνιστά ισχυρή ένδειξη των εκλογικών δυνατοτήτων της (αξίζει να τονιστεί ότι η ίδια τάση παρατηρείται και στη Δ. Ευρώπη). Στο εσωτερικό αυτής της σύνολης εκλογικής δυναμικής, οι περιφερειακές εκλογές συνιστούν αλλαγή τάσης. Το ΚΚΕ όχι μόνον αυξάνει εκ νέου το πλεονέκτημά του, αλλά και καταγράφει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά της πρόσφατης ιστορίας του.

Οι εύκολοι κοινωνιολογικοί αναγωγισμοί (μια καθυστερημένη κοινωνία ψηφίζει μια οπισθοδρομική Αριστερά) δεν εξηγούν την ισχύ του ΚΚΕ. Η ψήφος στο ΚΚΕ έχει πολλές αιτίες. Κυρίως πολιτικές. Το παρατεταμένο έλλειμμα στρατηγικής ηγεσίας του ανανεωτικού ρεύματος είναι μία από αυτές και, κατά τη γνώμη μου, η κεντρική.

Η υπερβολική μετριοπάθεια- το λεγόμενο «δεξιό» προφίλ- των ιστορικών ηγετών της δεκαετίας του 1970 (Λ. Κύρκος, Μπ. Δρακόπουλος κλπ.) επέτρεψε στο ΚΚΕ να «θεριέψει» και να κερδίσει διά περιπάτου την πρώτη κρίσιμη μάχη. Επίσης η ηγεσία Δαμανάκη σπατάλησε την ευκαιρία του 1991, όταν το ΚΚΕ είχε βρεθεί σε οργανωτικό κώμα (μετά την αποχώρηση μεγάλου αριθμού σημαντικών στελεχών), αποψιλωμένο στο εσωτερικό της νεολαίας και των μορφωμένων στρωμάτων.

Η άπειρη ηγεσία
Αντιθέτως, η στροφή του ΣΥΝ προς τα αριστερά, κυρίως κατά την περίοδο της ηγεσίας Αλαβάνου, διεύρυνε την εκλογική και οργανωτική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, αύξησε την ακτινοβολία του χώρου και έφερε σε ιδιαίτερα δύσκολη, και αμυντική, θέση τη βαριά μηχανή του ΚΚΕ. Η ξαφνική αλλαγή σκυτάλης οδήγησε στην εξουσία έναν ηγέτη «άπειρο», «κινηματικό», με περιορισμένη οικονομική κουλτούρα- και μάλιστα σε μια περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Απέναντι στη φιλάρεσκη αυτο-αναφορικότητα και στον ήπιο ή σκληρό αριστερισμό πολλών συνιστωσών, η νέα ηγεσία του Αλ. Τσίπρα, χωρίς στρατηγική βλέψη συνόλου, σπατάλησε και το κύρος της και το χρυσό ξέφωτο της δημοσκοπικής κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ. Το παιχνίδι των τάσεων σκλήρυνε τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του χώρου, εμπόδισε την παραγωγή καινοτόμου πολιτικής, ενίσχυσε τις «παλαιοαριστερές» αντιλήψεις και, τελικά, οδήγησε σε νέες αποσχίσεις (ΔΑ, υποψηφιότητα Αλαβάνου).

Ετσι, στις περιφερειακές εκλογές, απέναντι στον χαοτικό ΣΥΡΙΖΑ και τα τρία ψηφοδέλτιά του, απέναντι στον φρενήρη τακτικισμό του ηγέτη του ΛΑΟΣ, απέναντι στην παράνοια της ΝΔ, το ΚΚΕ εμφανίστηκε σαν η φυσική δομή υποδοχής της ψήφου δυσαρέσκειας ή τιμωρίας. Φάνηκε να αντιπροσωπεύει τη σταθερότητα μέσα στο χάος. Μια όαση συνέχειας και σοβαρότητας.

Ας το επαναλάβουμε, η ψήφος στο ΚΚΕ έχει πολλές αιτίες. Αν όμως έπρεπε να διατυπώσουμε μία και μόνη απάντηση στο ερώτημα γιατί οι πολίτες αυτής της χώρας στράφηκαν εκ νέου στο ΚΚΕ, θα λέγαμε ότι θέλησαν να στείλουν ένα ισχυρό μήνυμα στο πολιτικό σύστημα και στο σύνολο των κομμάτων, μεγάλων και μικρών, που το απαρτίζουν. Το μήνυμα αυτό δεν είναι ούτε η «λαϊκή εξουσία» ούτε ο σοσιαλισμός. Είναι, εν μέρει, η κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι όμως, και προπάντων, ένα μήνυμα δυσθυμίας, απογοήτευσης, θυμού, αλλά και κυνισμού. Ο στίχος ενός γνωστού συγκροτήματος ροκ συνοψίζει εύγλωττα αυτό το μήνυμα: So fuck you anyway!

Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.