Από τότε που ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, τον Σεπτέμβριο του 2008, η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται σε αναταραχή. Από τη μια πλευρά το ευρώ προστάτευσε την ευρωζώνη, ιδίως τις εξαγωγές της Γερμανίας, από κερδοσκοπικές επιθέσεις και από το χάος της νομισματικής αστάθειας. Από την άλλη η δεύτερη φάση της κρίσης εξέθεσε με ανελέητο τρόπο την αχίλλειο πτέρνα του ευρώ: την απουσία οικονομικής ή χρηματοπιστωτικής ενοποίησης εντός της ευρωζώνης. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι οι αυξανόμενες εντάσεις μέσα στην ΕΕ. Τα πεπραγμένα της Γερμανίας στη διάρκεια της κρίσης είναι σαφώς αντιφατικά. Αντί να κινηθεί προς τα εμπρός, προς την κατεύθυνση μιας οικονομικής ένωσης, οπισθοδρόμησε σε μια πολιτική που ευνόησε τις εθνικές λύσεις. Αλλά αυτή η στάση δύσκολα συμφιλιώνεται με την αδυναμία της Γερμανίας να αμφισβητήσει το ευρώ ή τις ευρωπαϊκές δομές και συνθήκες.

Στην αρχή η Μέρκελ δυσκολεύθηκε πολύ να πείσει την ομοσπονδιακή Βουλή- ακόμη και τα κόμματα στην ίδια της την κυβέρνηση- να εγκρίνουν το πρώτο «μικρό» πακέτο σωτηρίας για το ευρώ, με την υπόσχεση ότι η Γερμανία δεν θα πλήρωνε τίποτε περισσότερο.

Αλλά το βράδυ της ίδιας ημέρας έπρεπε να συναινέσει στο πολύ μεγαλύτερο πακέτο σωτηρίας των 750 δισ. ευρώ προκειμένου να αποτρέψει μια καταστροφή σε ολόκληρη την ΕΕ. Αυτό δημιούργησε ένα πρόβλημα αξιοπιστίας το οποίο εξακολουθεί να τη στοιχειώνει.

Η Μέρκελ δεν έχει βρει ακόμη τον τρόπο να εξηγήσει στον γερμανικό λαό τις επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης στο ευρώ. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή δεν είναι δεινή ρήτορας, αλλά και επειδή ούτε η ίδια μοιάζει να ξέρει πώς να λύσει τις αντιφάσεις ανάμεσα στις εθνικές λύσεις και στους ευρωπαϊκούς καταναγκασμούς.

Το παθητικό ύφος της ηγεσίας της, που συνίσταται κυρίως στο «ας περιμένουμε να δούμε», ταιριάζει με αυτή την αβεβαιότητα.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η Μέρκελ δεν καθοδηγεί πλέον τα γεγονότα στην ΕΕ αλλά μάλλον καθοδηγείται από αυτά.

Οι θέσεις της δεν εκφράζουν μια γερμανική στρατηγική για την ηγεσία της ΕΕ στη διάρκεια αυτής της κρίσης. Αντιθέτως, είναι κυρίως μια αντίδραση σε εσωτερικές πολιτικές προσταγές. Το Βερολίνο δεν διακατέχεται από το ερώτημα του τι μπορεί να χρειάζεται η Ευρώπη σε αυτή την ιστορική στιγμή και με το ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος της Γερμανίας, αλλά από φόβο- για τον συντηρητικό Τύπο και τα ταμπλόιντ, για περαιτέρω απώλειες σε εκλογές στα κρατίδια και για το ενδεχόμενο ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας μπορεί να παρέμβει και να ανατρέψει τα τρέχοντα προγράμματα για τη συγκράτηση της κρίσης του ευρώ.

Η Μέρκελ πληρώνει τώρα τις μοιραίες επιπτώσεις αυτής της «ηγεσίας η οποία δεν ηγείται». Κανείς δεν μπορεί να αποτινάξει την εντύπωση ότι η ευρωπαϊκή ψυχή της γερμανικής κυβέρνησης διακατέχεται από άγχος και απαισιοδοξία.

Στην πραγματικότητα ο «θρίαμβος» της Μέρκελ στην πρόσφατη σύνοδο στις Βρυξέλλες δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια υπόσχεση του Συμβουλίου να «αναθεωρήσει» κάπως τη Συνθήκη της Λισαβόνας- αν και όχι σε επίπεδο που θα καθιστά αναγκαία τη διενέργεια δημοψηφισμάτων.

Με άλλα λόγια, ξεχάστε τις αυστηρές κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση (ανάμεσά τους και την απώλεια των δικαιωμάτων ψήφου στην ΕΕ) ή τους αυτόματους μηχανισμούς κατά χωρών που παραβαίνουν τα κριτήρια σταθερότητας ή καθυστερούν στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους.

Ο,τι έχει απομείνει από την προσπάθεια αποτροπής μιας επανάληψης της κρίσης είναι να γίνονται πιο αυστηροί έλεγχοι της ΕΕ στους εθνικούς προϋπολογισμούς και, αν αλλάξει η Συνθήκη της Λισαβόνας, η συνέχιση του πακέτου σωτηρίας (το οποίο λήγει το 2013), πιθανώς με διαφορετικό όνομα. Αυτό δεν είναι και σπουδαία νίκη για τη Μέρκελ. Ετσι, οι Γερμανοί έχουν όλο και μεγαλύτερες πιθανότητες να εμπιστευτούν εκείνους που προειδοποιούν ότι η κυβέρνησή τους αναγκάζεται να κατευθυνθεί προς μια «ένωση μεταβιβάσεων» η οποία θα χρησιμοποιεί τα λεφτά των γερμανών φορολογουμένων για να χρηματοδοτεί μέλη της ΕΕ με τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα.

Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κάποιος με αυτές τις επικρίσεις, επειδή το ίδιο το ομοσπονδιακό σύστημα της Γερμανίας βασίζεται σε μεταβιβάσεις.

Οσο περισσότερο πιέζει η Γερμανία την ΕΕ να γίνει μια ένωση βασισμένη στη «σταθερότητα», τόσο πιο πιεστικό θα γίνεται για τις χώρες της ευρωζώνης που δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τους νέους πιο αυστηρούς κανόνες να λαμβάνουν κάποιου είδους οικονομική βοήθεια.

Στο κάτω-κάτω δεν είναι ρεαλιστικό να υποθέσουμε ότι όλα τα μέλη μπορούν να επωφεληθούν στον ίδιο βαθμό από αυτή τη σκληροπυρηνική προσέγγιση- κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε καν μεταξύ των 16 ομόσπονδων κρατιδίων της Γερμανίας.

Με την ενεργή βοήθεια της Μέρκελ η ευρωζώνη τείνει όντως να εξελιχθεί σε μια ένωση μεταβιβάσεων: όσο πιο αυστηροί θα είναι οι νέοι κανόνες και όσο πιο υψηλά τα spreads των επιτοκίων ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης, τόσο πιο γρήγορα θα συμβεί αυτό.

Στο εσωτερικό όμως η Μέρκελ φοβάται αυτή τη συζήτηση όσο καμία άλλη- συζήτηση που δεν θα μπορέσει να την αποφύγει λόγω των χρηματαγορών και της κρίσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η ατολμία έχει το τίμημά της.

Ο Γιόσκα Φίσερ είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας (1998-2005)

και ηγετικό στέλεχος του κόμματος των Πρασίνων επί σχεδόν 20 χρόνια.