«Zweimal Ηitler bitte!» ζήτησα από το γκισέ του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου στο Βερολίνο, εννοώντας δύο εισιτήρια για την έκθεση του Χίτλερ που παρουσιάζεται εκεί, αλλά κυριολεκτικά (και για να πω την αλήθεια ανιχνευτικά) είπα: «Δύο φορές Χίτλερ, παρακαλώ!». Η μεσόκοπη κυρία στο ταμείο ούτε σήκωσε βλέφαρο ούτε τα έχασε: «Den gab΄s aber nur einmal» μου απάντησε με τη χαρακτηριστική βερολινέζικη προφορά ( «Μα υπήρξε μόνο μία φορά» ή «υπήρξε μόνο ένας σαν κι αυτόν», ανάλογα με το πώς θέλει κανείς να το μεταφράσει.)

Πολύ σωστά. Και Gott sei dank, ήτοι Δόξα τω Θεώ. Για δεκαετίες, και ίσως για αιώνες ακόμη, το όνομα του Χίτλερ θα είναι σε ολόκληρο τον κόσμο συνώνυμο με το Κακό. Σήμερα όμως δεν δικαιολογείται να βλέπουμε τα προβλήματα της σημερινής Γερμανίας υπό το πρίσμα του Χίτλερ. Δεν είναι μόνο ότι έχουν περάσει 65 χρόνια από τον θάνατό του, αλλά το διάστημα αυτό είναι και ένα μετρήσιμο μέγεθος για την προσπάθεια της Γερμανίας να αναγεννηθεί ως μια φιλελεύθερη, δημοκρατική και ανοιχτή κοινωνία. Μια έκθεση λοιπόν για τον Χίτλερ αποδεικνύει πόσο πέρα από τον Χίτλερ προχώρησε η Γερμανία. Πρέπει να πω ότι δεν πρόκειται για καμιά σπουδαία έκθεση. Αν και γεμάτη ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, είναι μάλλον αμήχανη και όχι καλά οργανωμένη. Αισθάνεσαι ότι διαρκώς θέλει να σου θυμίζει πόσο κακός ήταν ο Χίτλερ. Δεν τολμάει να σε απορροφήσει στο φαινομενικό θέμα της- για ποιον λόγο ο Χίτλερ ξετρέλανε τόσο πολλούς Γερμανούς. Ολα είναι νηφάλια, όπως και οι σιωπηλοί επισκέπτες που στοιβάζονται στον μάλλον μικρό χώρο.

Σε μια περίπτωση ένιωσα όμως ανατριχίλα, γιατί έκανα τη σύνδεση με την επικαιρότητα. Σε ένα σημείο της έκθεσης υπάρχει μια αφίσα των ναζιστών που δείχνει ότι οι άνθρωποι μιας «κατώτερης φυλής» μπορούν να ξεπεράσουν πληθυσμιακά την αρία φυλή επειδή γεννούν περισσότερο. Ετυχε να διαβάζω τον τελευταίο καιρό το βιβλίο του σοσιαλδημοκράτη βουλευτή και πρώην μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της Μπούντεσμπανκ Τίλο Ζάρατσιν με τίτλο «Η Γερμανία αυτοκαταλύεται». Μέσα από απολύτως λογικά επιχειρήματα για τον ανεπαρκή τρόπο αφομοίωσης των μεταναστών στη Γερμανία και το βάρος του κράτους προνοίας, ο Ζάρατσιν υποστηρίζει ότι η Γερμανία αποβλακώνεται επειδή έχει δεχθεί στο έδαφός της τόσο πολλούς ακαλλιέργητους μουσουλμάνους. Δεν θέλω να υπαινιχθώ ότι ο Ζάρατσιν είναι κρυφοναζιστής, αλλά σκεφτείτε απλώς ότι ένας γερμανός συγγραφέας επιδεικνύει μια ιδιαίτερη ευαισθησία όταν μιλάει για τα γενετικά χαρακτηριστικά των εθνοτικών ομάδων. Πέρα από αυτά, η διαμάχη γύρω από τον Ζάρατσιν δεν είναι τόσο διαφορετική από τις ανάλογες συζητήσεις για τους μουσουλμάνους μετανάστες στην Ολλανδία, στην Ισπανία, στην Ιταλία ή στη Βρετανία. Η γερμανική διαμάχη δεν είναι καλύτερη. Από αυτή την άποψη η Γερμανία έχει γίνει μια «φυσιολογική» ευρωπαϊκή χώρα. Αν θέλουμε να μιλήσουμε τώρα για το ζήτημα της άμυνας, οι μόνοι στην Ευρώπη που ασχολούνται σοβαρά σήμερα με αυτό είναι οι Βρετανοί και οι Γάλλοι- αν και το κάνουν, όπως παραδέχθηκαν, χρησιμοποιώντας από κοινού τις δυνάμεις τους. Οπως οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί στρατοί, έτσι και ο γερμανικός κάνει πολλά σημαντικά πράγματα, αλλά δεν πολεμά. Ο ομοσπονδιακός στρατός είναι πιο κοντά στο πνεύμα του Στρατού Σωτηρίας παρά στη Βέρμαχτ του Χίτλερ.

Αντιθέτως, οι σημερινοί Γερμανοί με εφευρετικότητα, πειθαρχία και αποτελεσματικότητα κατασκευάζουν πράγματα που θέλουν να αγοράσουν οι άλλοι λαοί. Μπορεί να τους ζηλεύουμε, αλλά ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει; Παρά το μεγάλο κόστος της ενοποίησης και με τη συναινετική διαχείριση του εργατικού κόστους (σε μια περίοδο όπου αυτό έχει εκτιναχθεί στα ύψη σε χώρες όπως η Ελλάδα), την εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων του ευρώ (σταθερό νόμισμα, γείτονες που δεν γίνονται ανταγωνιστικοί με υποτιμήσεις) και με νέες ευκαιρίες στην αγορά της Κίνας και αλλού, η γερμανική οικονομία ευημερεί, ενώ οι άλλες όχι.

Στην Ευρώπη και στον ευρύτερο κόσμο η Γερμανία φροντίζει τελευταία τα δικά της εθνικά συμφέροντα, για δικό της λογαριασμό (για παράδειγμα, με την ενεργειακή σχέση της με τη Ρωσία) και ανταποκρίνεται αμυντικά στις εσωτερικές πιέσεις- είτε με εμπόδια στη χορήγηση βίζας στους κατοίκους των βαλκανικών χωρών είτε με την επιδίωξη αλλαγών στην ευρωζώνη. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι, που πάντοτε φρόντιζαν το δικό τους εθνικό συμφέρον, είναι οι τελευταίοι που έχουν δικαίωμα να διαμαρτύρονται. Τούτων λεχθέντων, ειλικρινά μας λείπει η δέσμευση της Γερμανίας στην Ευρώπη, που ήταν εξέχον στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας από τον Κόνραντ Αντενάουερ ως τον Χέλμουτ Κολ. Η ευρωπαϊκή αμαξοστοιχία έχει σταματήσει, όχι επειδή η γερμανική ατμομηχανή δεν τη σπρώχνει μπροστά. Σήμερα είναι ξεκάθαρο περισσότερο από ποτέ τι θέλει η Γερμανία από την Ευρώπη παρά τι θέλει γιατην Ευρώπη. Η αλήθεια είναι ότι η Γερμανία εξακολουθεί να χρειάζεται την Ευρώπη, όχι για τους λόγους από το παρελθόν, που είχαν να κάνουν με τον Χίτλερ και με τον κόσμο όπως ήταν το 1945, αλλά για καινούργιους, που έχουν μεγαλύτερη σχέση με τον Χου Ζιντάο και τον κόσμο όπως θα είναι το 2045.

Ο κ. Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.