Αρχισα να γράφω αυτό το άρθρο λίγες ημέρες μετά την αξιομνημόνευτη επέτειο. Στις 3 Οκτωβρίου 1989 εφαρμόστηκε μια εκπληκτική απόφαση που είχε ληφθεί λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Στις 23 Αυγούστου το κοινοβούλιο της Ανατολικής Γερμανίας, το Φολκσκάμερ, είχε ψηφίσει υπέρ της μονομερούς υιοθέτησης του Συντάγματος της Δυτικής Γερμανίας από τα ομόσπονδα κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, χωρίς να προηγηθεί συνεννόηση με την κυβέρνηση ή το κοινοβούλιο της Δυτικής Γερμανίας!

Οι όροι της επανένωσης ορίστηκαν αργότερα, σε μια συνθήκη που υπογράφηκε στο Βερολίνο στις 31 Αυγούστου 1990 και η επίσημη διακήρυξή της έγινε στις 3 Οκτωβρίου. Αυτά τα γεγονότα, τα οποία επιτεύχθηκαν από τρεις πρωταγωνιστές, συγκλόνισαν τον κόσμο- και τον άλλαξαν για πάντα. Ο πρώτος πρωταγωνιστής ήταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο οποίος αποδέχθηκε την απόφαση- το άνοιγμα των συνόρων μεταξύ Αυστρίας και Ουγγαρίας – από όπου ξεκίνησε η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησε στην ένωση. Ο Γκορμπατσόφ ήταν που ξεκαθάρισε ότι οι σοβιετικές δυνάμεις δεν θα επενέβαιναν για να διασώσουν κομμουνιστικά καθεστώτα ενάντια στη θέληση των λαών τους«φωτογραφίζοντας» την Ανατολική Γερμανία.

Η δεύτερη σημαντική μορφή ήταν ο δυτικογερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ, ο οποίος ξεχύθηκε στο «ρήγμα» αμέσως μόλις ανοίχτηκε, παρακάμπτοντας τους δισταγμούς των συμμάχων του. Και ο τρίτος πρωταγωνιστής ήταν ο λαός της Ανατολική Γερμανίας, που παρά τους κινδύνους βγήκε στους δρόμους διαδηλώνοντας, ασκώντας πίεση για την επανένωση.

Αυτές οι εξελίξεις επηρέασαν βαθιά τις σχέσεις της Γερμανίας με τους συμμάχους της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία και η Γαλλία εμφανίζονταν να πιστεύουν ότι όλα εκτυλίσσονταν πολύ γρήγορα, ότι θα διακυβευόταν η διεθνής ασφάλεια αν η νέα Γερμανία δεν επιβεβαίωνε την παραμονή της στο ΝΑΤΟ (πράγμα που έκανε τελικά). Για μερικούς μήνες όμως επικρατούσαν φόβοι ότι η Ρωσία θα απαιτούσε να αποσυρθεί η Γερμανία από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία ως προϋπόθεση για τη ρωσική έγκριση της επανένωσης.

Ενώ οι Αμερικανοί έκρυβαν τις αμφιβολίες τους, η Βρετανία και η Γαλλία εμφανίζονταν περισσότερο ανήσυχες. Η βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ περιοριζόταν σε δημόσιες δηλώσεις προβληματισμού, αλλά ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν είχε θεωρήσει αναγκαίο να μεταβεί στο Ανατολικό Βερολίνο, παρά την αντίθετη εισήγηση του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών και ενάντια στη γαλλική κοινή γνώμη, που υποστήριζε ενθουσιωδώς τη γερμανική επανένωση, με σκοπό αφενός να την καθυστερήσει και αφετέρου να συνδέσει τις διαπραγματεύσεις με ορισμένες διεθνείς εγγυήσεις. Η προσπάθειά του αποδείχθηκε φιάσκο, που δεν έχει ακόμη ξεχαστεί στο Βερολίνο.

Το κίνητρο για την «αποστολή» του Μιτεράν ήταν να καθορίσει ποιες προφυλάξεις έπρεπε να ληφθούν ενάντια στις δυνητικές ιδιοτροπίες του ισχυρού, αλλά απρόβλεπτου γερμανικού λαού. Η απάντηση τελικά εγγράφηκε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία επεξέτεινε τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και σε ζητήματα δικαστικής και εξωτερικής πολιτικής, προσδίνοντάς τους εν μέρει υπερεθνικό χαρακτήρα.

Βρετανία και Δανία είχαν όμως επιμείνει οι αρμοδιότητες αυτές να ασκούνται σε διακυβερνητικό επίπεδο, όχι από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατόπιν ψηφοφορίας πέτυχαν η Ευρώπη να αναλαμβάνει κοινή δράση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής μόνο κατόπιν ομοφωνίας, ακυρώνοντας την πολιτική Ευρώπη προτού καν γεννηθεί.

Αυτό αποτέλεσε μεγάλη απογοήτευση για τη Γερμανία, κυρίως διότι δεν μπορούσε πλέον να βασίζεται στη Γαλλία, τον κυριότερο ευρωπαίο σύμμαχό της. Η αδυναμία εξασφάλισης μιας πολιτικά ενοποιημένης, ομοσπονδιακής Ευρώπης προκάλεσε σύγχυση στις γερμανικές πολιτικές δυνάμεις που τάσσονταν υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η νέα, μεταπολεμική Γερμανία μπήκε στον πειρασμό να ξαναβρεί μια ενοποιημένη μεν, αλλά μοναχική γερμανική ταυτότητα, που θα είχε επιρροή στην Ευρώπη και διεθνώς. Ως αποτέλεσμα η ενωμένη Γερμανία επέστρεψε στην παλιά σφαίρα κυριαρχίας της, την Ανατολική Ευρώπη.

Αρχισε μια διαβρωτική αντίδραση, καταλύτης της οποίας υπήρξε η βρετανική διπλωματία. Ηταν επιτυχής: η προοπτική μιας πραγματικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εμποδίστηκε ξανά και ξανά. Ο καιρός πέρασε και οι γενιές άλλαξαν. Στη σημερινή Γερμανία, όπου λίγοι πια θυμούνται τον πόλεμο, το ευρωπαϊκό σχέδιο δεν θεωρείται πλέον ικανό να καθορίσει το συλλογικό μέλλον της Ευρώπης. Οι νέοι ηγέτες οραματίζονται την Ευρώπη μόνο στο πλαίσιο εμπορικού καθεστώτος. Στο μεταξύ η γερμανική διπλωματία θεμελιώνει ενεργά τις οικονομικές και πολιτιστικές σφαίρες επιρροής της Γερμανίας στην Ανατολική Ευρώπη και όχι μόνο.

Ο αντίκτυπος της απώλειας μιας ευρωπαϊκής προοπτικής έγινε εμφανής το φθινόπωρο του 2008, όταν στον απόηχο της χρηματοοικονομικής κρίσης και της κατάρρευσης της Lehman Βrothers, η πρώτη αντίδραση της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ ήταν εθνικιστική και συνολικά αντι-ευρωπαϊκή. Κανένα κοινό ευρωπαϊκό σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης, καμία έκκληση για δημόσια χρηματοδότηση. Η Γερμανία θα προστάτευε τους καταθέτες των δικών της αποκλειστικά τραπεζών. Μόνο η βαρύτητα της κατάστασης επανέφερε τελικά τη Γερμανία στο ευρωπαϊκό «στρατόπεδο» εν όψει της συνόδου του G20.

Είκοσι χρόνια μετά την ολοκλήρωση της επανένωσης, η Γερμανία έχει εξελιχθεί σε μια από τις σπουδαιότερες δημοκρατίες του κόσμου. Πολλοί εύχονται να είχε πιο ευρωπαϊκές απόψεις και συμπεριφορά. Αλλά η Γερμανία δεν φέρει την κύρια ευθύνη για την καταστροφή του οράματος μιας πολιτικής Ευρώπης.

Ο Μισέλ Ροκάρ υπήρξε ηγέτης του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και πρωθυπουργός της Γαλλίας κατά την εποχή της γερμανικής επανένωσης.