Με δεδομένη τη ραγδαία ανάπτυξή της, αναμφίβολα η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας θα εξελιχθεί σε μια από τις κυρίαρχες παγκόσμιες δυνάμεις του αιώνα. Πράγματι, παρά τα τεράστια προβλήματά της, θα μπορούσε να αναδειχθεί στη μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη. Παρ΄ όλα αυτά θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι η επανεμφάνιση των λεγόμενων «δυνάμεων ΧΧL», όπως η Κίνα και η Ινδία, θα επιφέρει απλώς τη συνέχιση των δυτικών παραδόσεων. Θα εμφανιστεί ένας διαφορετικός τύπος υπερδύναμης.

Από τότε που οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ξεκίνησαν στα τέλη του 15ου αιώνα για να κατακτήσουν τον κόσμο, η ιστοριογραφία και η διεθνής πολιτική συνήθισαν σε ένα συγκεκριμένο πρότυπο: η στρατιωτική, οικονομική και τεχνολογική ισχύς μεταφράζεται στην άσκηση επιρροής σε άλλες χώρες, στην κατάκτησή τους, ακόμη και στην παγκόσμια κυριαρχία και στη δημιουργία αυτοκρατοριών. Αυτό ίσχυσε ιδιαίτερα τον 20ό αιώνα, όταν, έπειτα από δύο παγκόσμιους πολέμους, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ενωση αντικατέστησαν τις ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Το ίδιο πρότυπο ακολουθήθηκε κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, και την περίοδο της αμερικανικής κοσμοκρατορίας, μετά το 1989.

Πιστεύω όμως ότι λόγω του τεράστιου πληθυσμού της, των 1,2 δισεκατομμυρίων ατόμων, ο οποίος απειλεί με υπερβολικές πιέσεις τις δομές οποιουδήποτε κυβερνητικού συστήματος και των ηγετικών κύκλων του, η ανέλιξη της Κίνας σε παγκόσμια δύναμη δεν θα ακολουθήσει αυτό το πρότυπο. Ο μόνιμος κίνδυνος άσκησης υπερβολικών πιέσεων στις εσωτερικές πολιτικές δομές της χώρας είναι μάλλον απίθανο να επιτρέψει την υιοθέτηση μιας εξωτερικής πολιτικής αυτοκρατορικού τύπου. Καθώς έτσι είναι μέχρι στιγμής η κατάσταση, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα χάσουν τον ρόλο της κυρίαρχης δύναμης, παρά μόνον αν τον αποποιηθούν εθελουσίως. Κάτι τέτοιο ακούγεται απλό, αλλά θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στη διεθνή τάξη πραγμάτων.

Τα ζωτικά συμφέροντα που καθορίζουν την κινεζική πολιτική είναι ο εσωτερικός εκσυγχρονισμός, η πολιτική σταθερότητα και επιβίωση του καθεστώτος και η ενότητα της χώρας- στην οποία περιλαμβάνουν και την Ταϊβάν. Τα κίνητρα αυτά είναι απίθανο να αλλάξουν στο εγγύς μέλλον.

Ως αποτέλεσμα, από στρατιωτικής απόψεως, η Κίνα θα επικεντρωθεί πρωτίστως στην εξασφάλιση της υπεροχής σε περιφερειακό επίπεδο, καθώς από αυτήν εξαρτάται η ενότητα της χώρας. Κατά τα άλλα, για την κινεζική ηγεσία, η διατήρηση ενός ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης που θα ανέρχεται σε περίπου 10% θα είναι απαραίτητη για μεγάλο διάστημα. Διαφορετικά, η ταχεία και εκ βάθρων μεταμόρφωση της χώρας από μια ως επί το πλείστον αγροτική σε μια υπερσύγχρονη βιομηχανοποιημένη κοινωνία δεν θα μπορούσε να συντελεστεί χωρίς αποσταθεροποίηση του συστήματος.

Αυτή όμως η επικέντρωση στην εσωτερική ανάπτυξη θα έχει κολοσσιαίες πολιτικές συνέπειες. Εσωτερικά, η Κίνα θα είναι η πρώτη χώρα που λόγω του μεγέθους της και του απαιτούμενου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ θα αναγκαστεί να επιδιώξει μια «πράσινη» οικονομία. Διαφορετικά, θα αγγίξει γρήγορα τα «όρια ανάπτυξής» της, με καταστρεπτικές οικολογικές και πολιτικές συνέπειες.

Καθώς η Κίνα θα γίνει η σημαντικότερη αγορά του μέλλοντος, θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση όχι μόνον του τι θα παράγουμε και θα καταναλώνουμε, αλλά και του πώς. Σκεφτείτε τη μετάβαση από το συμβατικό στο ηλεκτρικό αυτοκίνητο. Παρά τις αυταπάτες των Ευρωπαίων για το αντίθετο, η απόφαση αυτή θα παρθεί στην Κίνα και όχι στη Δύση. Το μόνο που θα αποφασίσει η παγκοσμίως κυρίαρχη δυτική αυτοκινητοβιομηχανία είναι εάν θα προσαρμοστεί και θα μπορέσει να επιβιώσει ή θα «μετακομίσει», όπως άλλοι βιομηχανικοί κλάδοι, στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Με όρους εξωτερικής πολιτικής, η Κίνα θα προσπαθήσει να προστατεύσει την εγχώρια μεταμόρφωσή της εξασφαλίζοντας πλουτοπαραγωγικές πηγές και πρόσβαση στις ξένες αγορές. Ομως, αργά ή γρήγορα, οι κινέζοι κυβερνώντες θα υποχρεωθούν να συνειδητοποιήσουν ότι ο ρόλος της Αμερικής ως παγκόσμιου ρυθμιστή των εξελίξεων είναι απαραίτητος για την ικανοποίηση των ζωτικών συμφερόντων της Κίνας. Η Κίνα δεν δύναται να αναλάβει αυτό τον ρόλο, δεν υπάρχουν άλλοι διαθέσιμοι παγκόσμιοι «παίκτες», και η μοναδική εναλλακτική στην κυριαρχία των ΗΠΑ θα ήταν η κατάρρευση της παγκόσμιας τάξης. Αυτή η σινοαμερικανική συνεργασία δεν θα είναι ομαλή και το μόνο που θα επιτύχει θα είναι να βελτιώνει ελαφρώς τα πράγματα σε περιόδους κρίσεων και σημαντικών πολιτικοοικονομικών αντιπαραθέσεων, όπως αυτή που κυριαρχεί τώρα σχετικά με το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ. Παρ΄ όλα αυτά, από στρατηγικής άποψης, θα πρέπει να στηρίζεται η μία χώρα στην άλλη για πολύ καιρό. Αυτή η αλληλεξάρτηση όμως κάποια στιγμή θα πάρει και πολιτική μορφή, δυσαρεστώντας πιθανότατα άλλους διεθνείς «παίκτες», και ειδικά τους Ευρωπαίους.

Η Ευρώπη θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία αυτής της εξέλιξης μόνο εάν παρουσιαζόταν ως σοβαρός παίκτης και υπεράσπιζε τα συμφέροντά της στην παγκόσμια σκηνή. Αυτό πιθανότατα θα χαροποιούσε την ομάδα του G-2, Κίνας- Αμερικής. Η Ευρώπη ωστόσο είναι πολύ αδύναμη και πολύ διχασμένη για να είναι αποτελεσματική σε παγκόσμιο επίπεδο, με τους ηγέτες της να εμφανίζονται απρόθυμοι να επιδιώξουν την υιοθέτηση μιας κοινής πολιτικής, με βάση τα πραγματικά τους εθνικά στρατηγικά συμφέροντα.

Ο κ. Γιόσκα Φίσερ υπηρέτησε ως υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας από το 1998 ως το 2005 και υπήρξε ηγέτης του κόμματος των Πρασίνων για σχεδόν 20 χρόνια.