Δεν «γκρινιάζουν» μόνο οι παροχείς για την υπερφορολόγηση της χρήσης κινητής τηλεφωνίας. Καθημερινά πολλοί καταναλωτές και ιδιαίτερα νέοι ηλικίας από 18 ως 25 ετών, που χρησιμοποιούν κυρίως καρτοκινητά, παραπονούνται επειδή, ενώ οι τιμές των καρτών παραμένουν σταθερές, ο χρόνος ομιλίας που αντιστοιχεί μειώνεται συνεχώς. Παρόμοια παράπονα εκφράζουν και οι συνδρομητές συμβολαίου, οι οποίοι βλέπουν τους λογαριασμούς τους να «φουσκώνουν», παρά τα οικονομικά «πακέτα» που προβάλλουν το τελευταίο χρονικό διάστημα οι πάροχοι και τα οποία υπόσχονται οικονομία.

Η αλήθεια είναι ότι σε κάθε λογαριασμό συμβολαίου που εκδίδεται από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας ένα ποσοστό της τάξεως του 37%-45% πηγαίνει στο κράτος. Η αντίστοιχη φορολογική επιβάρυνση στην καρτοκινητή είναι 38% περίπου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στα 10 ευρώ που καλείται να πληρώσει ο συνδρομητής ή ο κάτοχος καρτοκινητού ο πραγματικός χρόνος ομιλίας είναι από 5,5 έως 6,2 ευρώ. Για τον καταναλωτή, δηλαδή, η πραγματική αξία των υπηρεσιών ανεβαίνει περίπου στο διπλάσιο. Πρόκειται δηλαδή για έναν «κρυφό φόρο πολυτελείας». Μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηρισθεί η υπερφορολόγηση αυτή, καθώς πρόκειται για ένα είδος υπηρεσιών, την επικοινωνία, το οποίο χρησιμοποιούν όλοι οι συμπολίτες μας και το οποίο στην υπόλοιπη Ευρώπη καθώς και σε άλλες χώρες επιβαρύνεται κατά μέσο όρο κάτω από 20,6%. Δηλαδή, το πολύ με τη μισή φορολόγηση από ό,τι στη χώρα μας.

Οπως έχει επισημανθεί και στο παρελθόν, τα τέλη χρήσης κινητής τηλεφωνίας επιβαρύνονται και με ΦΠΑ. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι αυτό αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, αν κάποιος τακτικός αναγνώστης της στήλης δεν ενημέρωνε ότι παρόμοιος τρόπος φορολόγησης, «φόρος επί φόρου», ισχύει και σε κάποιες Πολιτείες του Καναδά.

Οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, από την πλευρά τους, μπορεί να έχουν κάποιο δίκιο να παραπονούνται καθώς βλέπουν τα έσοδά τους και ειδικότερα το ΑRΡU (μέσο μηνιαίο έσοδο ανά πελάτη) να μειώνεται κατά 12,5% μέχρι στιγμής σε σχέση με πέρυσι. Ωστόσο φέρουν και οι ίδιες ευθύνη για ένα ποσοστό του «φουσκώματος» του λογαριασμού, καθώς εξακολουθούν να διατηρούν τα τιμολόγια σε υψηλά επίπεδα, κυρίως αυτά του Ιnternet μέσω κινητού και του broadband mobile, αλλά και να εφαρμόζουν πολιτική «αδιαφάνειας» στα τιμολόγιά τους, η οποία καθιστά σχεδόν αδύνατη τη σύγκριση τιμών και υπηρεσιών των τριών παροχέων από τους απλούς καταναλωτές. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και οι χρεώσεις της περιαγωγής τόσο στη φωνή όσο και στο Ιnternet, που καθιστούν τη χρήση των κινητών ακριβή στο εξωτερικό, κυρίως σε χώρες εκτός της ευρωζώνης.