Oι νέες μεταρρυθμιστικές προτάσεις, όπως διατυπώθηκαν από τον Πρωθυπουργό και την υπουργό Παιδείας στους Δελφούς, αν έστω εν μέρει εφαρμοστούν θα αλλάξουν ριζικά τις δομές και λειτουργίες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Λόγω έλλειψης χώρου θα αναφερθώ σε δύο μόνο διαστάσεις του προτεινόμενου πακέτου αλλαγών.

Το «νέο σχολείο»

Η κυβέρνηση και η υπουργός Παιδείας πιο ειδικά, έχουν την πεποίθηση ότι μια βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης είναι μια εξίσου ριζική αλλαγή στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Για τη στιγμή ο τρόπος διδασκαλίας στις δύο πρώτες βαθμίδες οδηγεί στη μηχανιστική (μη) σκέψη και στην παπαγαλία. Ετσι αυτοί που εισέρχονται στις πανεπιστημιακές σχολές έχουν ως κύριο εφόδιο την τυποποιημένη γνώση- μια γνώση που είναι ακατάλληλη στις σημερινές συνθήκες. Το «νέο σχολείο» που το υπουργείο Παιδείας σχεδιάζει έχει κύριο στόχο την ανάπτυξη κριτικής σκέψης και τον διαδραστικό τρόπο μάθησης, στο πέρασμα δηλαδή από την παθητική καθ΄ έδρας διδασκαλία στη συμμετοχική, «βιωματική μάθηση». Βέβαια η υλοποίηση μιας τέτοιας μεταρρύθμισης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Σίγουρα ένας σημαντικός αριθμός διδασκόντων θα αντιμετωπίσει τις αλλαγές αρνητικά, ιδίως όταν αυτές δεν συνοδεύονται από αύξηση των οικονομικών πόρων. Για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες θα πρέπει να υπάρξει μια μακρά μεταβατική περίοδος και ένα καλά οργανωμένο σύστημα μετεκπαίδευσης των διδασκόντων στους νέους τρόπους διδασκαλίας.

Η αυτονομία
Ολοι συμφωνούν πως τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΑΕΙ) πρέπει να είναι πιο αυτόνομα, πρέπει να απαλλαχθούν από τον γραφειοκρατικό παρεμβατισμό του υπουργείου Παιδείας και από τον άκαμπτο ισοπεδωτικό χαρακτήρα του ισχύοντος νόμου-πλαισίου. Υπάρχει όμως το εξής δίλημμα: στον βαθμό που η αυτονομία θα αμβλύνει τους εξωπανεπιστημιακούς ελέγχους, αυτό μπορεί να οδηγήσει όχι στην αλλαγή αλλά στη στασιμότητα. Οι συντηρητικές ενδοπανεπιστημιακές δυνάμεις και τα συντεχνιακά συμφέροντα, αποκτώντας μεγαλύτερη δύναμη, θα είναι σε θέση να σαμποτάρουν τη μεταρρύθμιση. Για την αντιμετώπιση του παραπάνω προβλήματος ο προτεινόμενος νόμος-πλαίσιο δημιουργεί δυο νέους θεσμούς: το συμβούλιο διοίκησης και μια ανεξάρτητη αρχή που θα έχει την ευθύνη χρηματοδότησης των ΑΕΙ.

Το συμβούλιο διοίκησης θα έχει αρμοδιότητες που αυτή τη στιγμή ανήκουν είτε στο υπουργείο Παιδείας είτε στις πρυτανικές αρχές και τη σύγκλητο. Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο ο πρύτανης και η σύγκλητος θα ασχολούνται αποκλειστικά με ακαδημαϊκές υποθέσεις. Οσο για το συμβούλιο διοίκησης, αυτό θα αποτελείται στην πλειοψηφία του από αντιπροσώπους των καθηγητών, από εξωπανεπιστημιακές προσωπικότητες και σε μικρότερο βαθμό από αντιπροσώπους των φοιτητών και του διοικητικού προσωπικού. Σε ό,τι αφορά τα εξωπανεπιστημιακά μέλη θα πρέπει να βρεθεί ένας μηχανισμός που θα αποκλείει τα μέλη αυτά να αντιπροσωπεύουν επιμεριστικά συμφέροντα (οικονομικά, τοπικιστικά κτλ.). Σε αυτό το νέο πλαίσιο, ο πρύτανης θα επιλέγεται στη βάση διεθνούς διαγωνισμού. Αυτού του είδους η διοικητική δομή, αν τελικά εφαρμοστεί, θα οδηγήσει στην αυτονομία του πανεπιστημίου όχι μόνο από τον κρατικό μηχανισμό, αλλά και από τα κόμματα- αφού η θεσμοποιημένη διαπλοκή μεταξύ φοιτητικών παρατάξεων και πρυτανικών υποψηφίων θα εκλείψει.

Πελατειακό σύστημα
Μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως οι παραπάνω αλλαγές θα μειώσουν τη δύναμη των φοιτητικών παρατάξεων- και από αυτή την άποψη το πανεπιστημιακό πολιτικό σύστημα θα γίνει λιγότερο δημοκρατικό. Αλλά στον βαθμό που το παρόν σύστημα είναι πελατειακό και κομματικοκρατούμενο και στον βαθμό που η κομματικοποίηση οδηγεί στην υποβάθμιση του πανεπιστημίου και των πτυχίων, το τωρινό σύστημα είναι κατ΄ επίφαση δημοκρατικό. Πρόκειται για ένα σύστημα όπου μικρές μειοψηφίες προωθούν όχι τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των φοιτητών και των πανεπιστημιακών αλλά αυτά των κομμάτων και των συντεχνιών.

Δεν χρειάζεται να τονίσω πως η κακοδαιμονία των ελληνικών ΑΕΙ δεν οφείλεται μόνο στο κομματικοκρατικό πολιτικό σύστημα. Οφείλεται επίσης στο ότι δεν υπάρχουν ή δεν λειτουργούν σωστά οι εσωτερικοί έλεγχοι- με αποτέλεσμα ένα μέρος του διδακτικού προσωπικού να μην εκτελεί σωστά τα καθήκοντά του. Οι γνωστές δυσλειτουργίες δεν αφορούν όλους τους πανεπιστημιακούς. Αφορούν μια μειοψηφία που συχνά όμως δίνει τον τόνο, δημιουργεί ένα κλίμα όπου η υγιής ακαδημαϊκή άμιλλα παραγκωνίζεται από μικροπολιτικούς ανταγωνισμούς.

Αν όχι όλες, οι περισσότερες από τις προτάσεις σε συνδυασμό με τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αν εφαρμοστούν σωστά, θα επιφέρουν μια πραγματική τομή στην ελληνική παιδεία. Θα αναβαθμίσουν ένα σύστημα που, παρ΄ όλο που δυνητικά έχει αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό και πολλές νησίδες ποιότητας, λόγω της κακής οργάνωσης, κατατάσσεται πολύ χαμηλά σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά και μη ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη LSΕ.