Θέλω να πιστεύω ότι κεντρικός στόχος τόσο του μνημονίου όσο και των υπόλοιπων διαρθρωτικών μέτρων σε μεσομακροπρόθεσμο διάστημα είναι τελικά η ανάπτυξη. Οι πολιτικές της δημοσιονομικής σταθεροποίησης σε συνδυασμό με την υψηλή ανεργία αποτελούν ένα επώδυνο μεταβατικό στάδιο, μέχρις ότου η ελληνική οικονομία εισέλθει ξανά σε μια αναπτυξιακή τροχιά. Οι υπεύθυνοι της εφαρμογής του μνημονίου διαβεβαιώνουν ότι το 2012 η ελληνική οικονομία θα πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης 1,1%. Για την τεκμηρίωση της παραπάνω πρόβλεψης καλό είναι να γνωρίζουμε με ποιον τρόπο διαμορφώθηκε η προστιθέμενη αξία, δηλαδή η αύξηση της αξίας των αγαθών που προκύπτουν από τη διαδικασία της παραγωγής στην ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια.

Την τελευταία δεκαετία η ανάπτυξη προήλθε κυρίως από τον κλάδο του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, ακολουθούμενος από τις υπηρεσίες, τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τη βιομηχανία.

Η επίτευξη του θετικού σεναρίου που προβλέπεται για την ανάπτυξη στο μνημόνιο προϋποθέτει ότι στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα αυξηθεί η αξία της παραγωγής σε κάποιους από τους προηγούμενους κλάδους εφόσον στον τομέα της αναδιάρθρωσης της παραγωγικής δραστηριότητας έχουν γίνει πολύ λίγα πράγματα για να μπορούμε να αναμένουμε από άλλους τομείς. Φοβάμαι όμως ότι η υφιστάμενη κατάσταση δεν δικαιολογεί και δεν τεκμηριώνει αυτή την αισιοδοξία. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας διανύει περίοδο παγκόσμιας ύφεσης με ελάχιστες δυνατότητες ισχυρής ανάπτυξης το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας καθιστά δύσκολη την ισχυρή ανάπτυξη της βιομηχανίας μέσω των εξαγωγών ή της υποκατάστασης των εισαγωγών. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία η απώλεια των τουριστικών εισπράξεων σε σχέση με το 2009 προσεγγίζει το 1 δισ. ευρώ και ο τζίρος στο λιανεμπόριο καταγράφει σημαντική μείωση.

Από την άλλη πλευρά, το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων που θα μπορούσε να αντισταθμίσει μεγάλο μέρος των απωλειών μειώνεται. Είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής της ελληνικής οικονομίας είναι περίπου στο 2 με 2,5. Το αποτέλεσμα αυτό σημαίνει ότι μια μείωση των δημοσίων δαπανών ή του εισοδήματος κατά μία ποσοστιαία μονάδα οδηγεί σε μείωση της συνολικής δαπάνης στην οικονομία γύρω στις 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Η δημοσιονομική προσαρμογή, με άλλα λόγια, θα πλήξει την ανάπτυξη της οικονομίας σε σημαντικό βαθμό.

Επομένως ανακύπτει το σημαντικό ερώτημα ποιοι θα είναι εκείνοι οι κλάδοι που θα μπορέσουν να συνεισφέρουν στη διαμόρφωση της προστιθέμενης αξίας το 2011. Ως σήμερα αποκλειστική μέριμνα της οικονομικής πολιτικής είναι η κατά το δυνατόν εφαρμογή του μνημονίου. Με αυτόν τον τρόπο έχει εγκλωβιστεί η δημόσια συζήτηση στην υλοποίηση των σχετικών μέτρων και στη διαχείριση του επικείμενου κοινωνικού κόστους. Αν δώσουμε βαρύτητα όχι τόσο στο τι έγινε στο παρελθόν αλλά γιατί έγινε, τότε θα πρέπει να δώσουμε περισσότερη προσοχή στο θέμα της βιώσιμης ανάπτυξης. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση η εφαρμογή του μνημονίου μπορεί να επιφέρει μια πρόσκαιρη δημοσιονομική σταθεροποίηση και ορισμένες αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά όχι την αναπτυξιακή διαδικασία που εγγυάται ένα καλύτερο μέλλον.

Ο κ. Διονύσης Χιόνης είναι καθηγητής Οικονομικών στο ΔΠΘ.