Εξι περίπου μήνες έχουν παρέλθει από τη στιγμή που η κυβέρνηση αποφάσισε να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό στήριξης από την τρόικα. Στα τέλη Απριλίου η πιθανότητα χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας εντός πενταετίας ήταν περίπου 48%. Σήμερα η πιθανότητα αυτή παραμένει υψηλή.

Η άρνηση των χρηματοοικονομικών αγορών να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία αποτυπώνεται με έκδηλο τρόπο στην απόδοση του μεσοπρόθεσμου σε σχέση με το μακροπρόθεσμο ελληνικό ομόλογο. Πράγματι, για την αγορά του τριετούς ελληνικού ομολόγου, οι αγορές απαιτούν περίπου 10 τιμές βάσης ( basis points ) περισσότερο από το 10ετές ελληνικό ομόλογο. Με άλλα λόγια, οι αγορές πιστεύουν ότι παρά το υφιστάμενο δίχτυ ασφαλείας η όποια επένδυση στην ελληνική οικονομία ενέχει εξαιρετικά υψηλό μεσοπρόθεσμο κίνδυνο.

Ο λόγος είναι μάλλον απλός. Από τη μία πλευρά, οι χρηματοοικονομικές αγορές βλέπουν σταδιακά το έλλειμμα εμπιστοσύνης να μειώνεται, καθώς η Ελλάδα αποφάσισε να αντιμετωπίσει τα χρόνια οικονομικά της προβλήματα. Από την άλλη πλευρά όμως, οι διεθνείς επενδυτές ανησυχούν ότι η παρατεταμένη ύφεση είναι ικανή να εκτροχιάσει την εν εξελίξει δημοσιονομική προσαρμογή. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια τυπική τετραμελής ελληνική οικογένεια αντιμετωπίζει σήμερα ως και 32% περισσότερα φορολογικά βάρη από τον μέσον όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Ανασφάλεια στους επενδυτές δημιουργεί επίσης και το παράδειγμα της Ιρλανδίας, η οποία, ενώ ξεπέρασε τον πρώτο κύκλο οικονομικής ύφεσης, επέστρεψε ταχύτατα σε δεύτερο κύκλο συρρίκνωσης εν μέσω αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής.

Σε κάθε περίπτωση, κομβικό σημείο για την ψυχολογία των αγορών θα αποτελέσουν η επιτυχής μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στον στόχο του 8,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ για το 2010 και η ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή στα επόμενα έτη. Για τον λόγο αυτόν, η προσοχή της κυβέρνησης θα πρέπει να στραφεί στην προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Η θετική αρχή έγινε με την προβλεπόμενη μείωση των φορολογικών συντελεστών για το 2011. Με δεδομένη όμως την έλλειψη διεθνούς ανταγωνιστικότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών (περίπου 11% του ΑΕΠ), εκείνο που προέχει είναι περισσότερες επενδύσεις σε εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας, με αιχμή του δόρατος τον τουρισμό, την τεχνολογία και την ενέργεια (πράσινη ανάπτυξη). Καθώς τα τεστ αντοχής ( stress tests ) του Ιουλίου απέδειξαν ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι στην πλειονότητά τους ικανές να αντεπεξέλθουν σε οικονομικές συγκυρίες χειρότερες από τις σημερινές, η αυξημένη χορήγηση επιχειρηματικών δανείων κρίνεται απαραίτητη για την επίτευξη ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, η οποία θα επιφέρει έσοδα χωρίς πρόσθετα φορολογικά μέτρα.

Ο κ. Κ. Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Κeele και ο κ. Θ. Παναγιωτίδης είναι λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.