Τα «ζωώδη ένστικτα» για τα οποία μιλούσε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς έχουν βγει σε αναζήτηση λείας στην Αμερική. Οι άνθρωποι είναι κακοδιάθετοι, δύσπιστοι και προβληματισμένοι. Εταιρείες και μεμονωμένα άτομα αποθησαυρίζουν μετρητά, όταν τα έχουν, επειδή δεν πιστεύουν στην ανάκαμψη.

Σε μια επταήμερη επίσκεψή μου στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρήκα μια Αμερική να αγωνιά και να έχει βυθιστεί στον φυλετισμό- όχι εθνικό αλλά πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό. Η αβεβαιότητα είναι διαβρωτική. Η κυβερνητική διάσωση της Γουόλ Στριτ σε συνδυασμό με τις έντονες δυσκολίες μιας μεσαίας τάξης που παλεύει να τα βγάλει πέρα με εισοδήματα που λιμνάζουν ή μειώνονται έχουν εντείνει τη δυσφορία.

Δεν πρόκειται για φαινόμενο της στιγμής. Κανείς δεν φαίνεται να πιστεύει ότι τα ποσοστά της ανεργίας μπορούν να πέσουν σημαντικά κάτω από το 9,6% στο προσεχές μέλλον. Ωρα να συνηθίσετε τη νέα κατάσταση των πραγμάτων.

Μίλησα με ένα μεγαλοστέλεχος της Γουόλ Στριτ που συνταξιοδοτήθηκε πριν από λίγα χρόνια και έστησε μια μικρή επιχείρηση από την οποία έβγαζε απλώς τα προς το ζην, αλλά απελευθερώθηκε από τις βραχυχρόνιες κερδοσκοπικές δραστηριότητες των χρηματοπιστωτικών θεσμών, οι οποίες κυριαρχούνταν από παίκτες του χρηματιστηρίου «που βλέπουν περισσότερο την οικονομική ευκαιρία παρά τις οικονομικές συνθήκες».

Το ποτήρι ξεχείλισε το 2002. Κορυφαία στελέχη της τράπεζας όπου εργάζονταν, συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν αν θα διατηρούσαν τα μπόνους τους σε μια εποχή οικονομικής ύφεσης, πράγμα που θα απαιτούσε την απόλυση του 5% του εργατικού δυναμικού, ή αν θα δέχονταν μείωση των μπόνους κατά 25%, πράγμα που θα επέτρεπε να διατηρηθούν αυτές οι θέσεις εργασίας.

«Ο τύπος που συντόνιζε τη συνάντηση ζήτησε από εκείνους που θα αποδέχονταν μειωμένο μπόνους να σηκώσουν το χέρι τους» είπε. «Ημασταν 30 άτομα στην αίθουσα. Το χέρι τους το σήκωσαν τρεις. Ημουν ένας από αυτούς».

Οι απολύσεις προχώρησαν, αυτό το στέλεχος έφυγε και στις ημέρες μας η τράπεζα συνεχίζει να προσπαθεί με νύχια και με δόντια να σταματήσει τις ανεξέλεγκτες υπερβολές.

Η αλληλεγγύη δεν έχει εξαφανιστεί από την Αμερική. Βρίσκεται όμως σε υποχώρηση. Κάθε ένας από αυτούς τους τύπους που ήθελαν τα ωραία τους λεφτά, μόνο φτωχός δεν ήταν.

Ο κατακερματισμός καλά κρατεί. Παλαιότερα το χρηματιστήριο εκπροσωπούσε αξιόπιστα την κατάσταση της οικονομίας. Τώρα έχει γίνει μια αγορά παικτών του χρηματιστηρίου, όχι επενδυτών. Θέλουν να ξέρουν πού είναι τα spreads σήμερα και αύριο. Μπορούν να βγάλουν λεφτά είτε πέσουν είτε ανέβουν τα spreads. Για την ίδια την Αμερική νοιάζονται πολύ λιγότερο. Ετσι η αγορά πηγαίνει εκεί όπου πηγαίνει- τώρα τελευταία προς τα επάνω, αλλά σε μεγάλο βαθμό χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση (πράγμα που δυσκολεύει αυτούς τους παίκτες του χρηματιστηρίου)ενώ ο κόσμος συνεχίζει να δίνει τη μάχη για τη συμπλήρωση του οικογενειακού προϋπολογισμού. Οι άνθρωποι δουλεύουν υπερωρίες, πασχίζουν να βρουν τρόπους να καλύψουν τις ανάγκες των παιδιών τους και να μειώσουν έστω και λίγο τα χρέη τουςκαι παρ΄ όλα αυτά καλούνται να «καταναλώνουν» για χάρη της οικονομίας.

Το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος για το κορυφαίο 1% των αμερικανικών οικογενειών διπλασιάστηκε τις τελευταίες δεκαετίες και έχει φθάσει στο 20%. Πρόκειται για τεράστια αλλαγή. Μίλησα με τον ΝταγκΣέβερανς, βετεράνο του Βιετνάμ ο οποίος δουλεύει σε ξενοδοχειακό συγκρότημα στο Ασπεν του Κολοράντο. «Οταν μετακόμισα εδώ το 1984, ήμασταν όλοι μια οικογένεια. Τώρα ή καταφθάνεις με λίαρ τζετ ή είσαι υπηρέτης», λέει. Η ελπίδα την οποία υποσχόταν ο Μπαράκ Ομπάμα διαλύθηκε γρήγορα. Ο πρόεδρος δεν φέρει όλη την ευθύνη, και δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Το ξέσπασμα της Βέλμα Χαρτ, μιας μαύρης οπαδού του Ομπάμα σε μια πρόσφατη συνεδρίαση Δημοτικού Συμβουλίου «κουράστηκα να σε υπερασπίζομαι» του είπε- άγγιξε μια εθνική χορδή, επειδή τόσοι πολλοί άνθρωποι νιώθουν το ίδιο πράγμα.

Ερχόμενος από τη Βρετανία, εκείνο που με εξέπληξε περισσότερο ήταν η αβεβαιότητα που κυριαρχεί στις ΗΠΑ. Και αυτό είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε μια οικονομία.

Η συζήτηση περί οικονομικής πολιτικής στην Αμερική προκαλεί ζάλη. Κανείς δεν γνωρίζει αν πρόκειται να υπάρξει και άλλο πακέτο στήριξης της οικονομίας, μετά τα πρώτα 787 δισ. δολάρια ή πώς θα τελειώσει η διαμάχη σχετικά με τη φορολογία.

Σύμφωνα με μια πρόταση του Ομπάμα, οι φοροαπαλλαγές της εποχής Μπους πρόκειται να λήξουν στο τέλος του χρόνου για τα εύπορα ζευγάρια και για τους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων που κερδίζουν περισσότερα από 250.000 δολάρια ετησίως. Οι Ρεπουμπλικανοί είναι αμετακίνητοι, επιμένοντας ότι είναι τρελό να αυξάνονται οι φόροι σε μια εξασθενημένη οικονομία.

Δεν είναι τρελό. Το τέλος των φοροαπαλλαγών για τους πλούσιους είναι το ελάχιστο μήνυμα προς μια διχασμένη χώρα, μια δήλωση ότι η «πλούσια» και η «φτωχή» Αμερική αναγνωρίζουν η μία την ύπαρξη της άλλης. Αλλά με τον Ομπάμα αντιμέτωπο με το φάσμα της ήττας στις εκλογές του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο, είναι μάλλον δύσκολο να συμβεί. Αυτό που χρειάζεται πάνω από όλα είναι λίγη πνευματική διαύγεια και μια αίσθηση κατεύθυνσης.

Χωρίς αυτά, περιμένετε να δείτε τα ζωικά ένστικτα να συνεχίζουν να αυξάνονται, μια εσωστρεφή Αμερική να ασχολείται με περιστολές δαπανών και μια νέα κατάσταση πραγμάτων που θα διαρκέσει για πολύ καιρό.