Επί σειρά ετών συμπληρώνοντας την ετήσια δήλωση εισοδήματος διεπίστωνα πως, μολονότι οι περισσότεροι των δηλούντων κατέθεταν δικαιολογητικά χαμηλών εισοδημάτων, η πραγματική τους «εικόνα» απείχε παρασάγγας από το αναμενόμενο «status». Πολυτελή ΙΧ αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, δίδακτρα ιδιωτικών σχολείων, συχνά ταξίδια στο εξωτερικό για «ξεκούραση», υπηρετικό προσωπικό κτλ. είναι μερικά από τα στοιχεία που, αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να είχαν συχνά-πυκνά ερεθίσει τους ελεγκτές των ΔΟΥ, τουλάχιστον για τυπικό έλεγχο φορολογικής ειλικρίνειας. Το μοναδικό στοιχείο που συνέδεε τις περιπτώσεις αυτές ήταν κατά βάση η άσκηση ελεύθερου ή «ελευθέριου» επαγγέλματος.

Αντίθετα, χιλιάδες φορολογικών «υποζυγίων», με εισοδήματα κατά πολύ ανώτερα του μέσου όρου των φορολογουμένων της παραπάνω παραγράφου, υστερούσαν κατά πολύ ως προς τον τρόπο και τις δαπάνες της καθημερινότητάς τους. Η επί δεκαετίες άρνηση της εκτελεστικής εξουσίας να νομοθετήσει υπέρ της φορολογικής και συνταγματικής ισότητας προτάσσοντας τη μέση λογική συνετέλεσε στην καρκινογένεση ενός πλέγματος νομοθετικών ρυθμίσεων επιμολυσμένων με δικονομικές διαδικασίες, φορολογικά «συγχωροχάρτια», διαγραφές οφειλών, ρυθμίσεις και περαιώσεις. Παραγνωρίζοντας το στοιχείο της νόθευσης της φιλελεύθερης άποψης για την ανταγωνιστικότητα, θα τολμήσουμε να θέσουμε μερικά ερωτήματα:

* Γιατί η αγορά α΄ κατοικίας- μέχρις ενός λογικού ποσού αντικειμενικής αξίας- δεν απαιτεί ούτε «πόθεν έσχες» αλλά ούτε και επαγγελματική ή έστω εισοδηματική προϋπηρεσία;

* Γιατί, στην παραπάνω περίπτωση, η ενδεχόμενη εξόφληση του 100% της αξίας του συμβολαίου αγοράς δεν συνεπιφέρει τυπικό έλεγχο από τους λήπτες του αντιγράφου στις οικείες ΔΟΥ;

* Γιατί, ενώ στην εξόφληση «δεν τρέχει τίποτε», στην τμηματική καταβολή των οφειλών πρέπει να υφίσταται ένα αντίστοιχο εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή;

* Γιατί η αγορά και χρήση αυτοκινήτου μέχρις κάποιας αξίας ή κυβισμού κατατάσσει τον ιδιοκτήτη στις «λευκές περιστερές», ενώ η καταβολή τοκοχρεολυτικών ή μισθωτικών δόσεων (leasing) τον εξισώνει με εν δυνάμει φοροδιαφεύγοντα;

* Γιατί η προσέλευση, π.χ., σε καζίνο δεν προϋποθέτει και δεν απαιτεί ενημέρωση των φορολογικών αρχών;

* Γιατί οι περισσότεροι των θαμώνων των χρηματιστηριακών γραφείων είναι σχεδόν κατά κανόνα «άγνω στοι» στο υπουργείο Οικονομικών; * Γιατί, κατά περίεργο τρόπο, σχεδόν το 100% όσων αυτοπροσδιορίζουν το εισόδημά τους με διάφορους θεσμικούς τρόπους ή και αυθαίρετα κινείται στα όρια του γενικού αφορολογήτου;

Οι συνεπείς φορολογούμενοι, είναι βέβαιον ότι αγανακτούν και σιχτιρίζουν την «τύχη» τους, χωρίς όμως να εμβάλλουν εαυτούς σε ερωτήματα του τύπου «Εγώ τι έχω κάνει για όλα αυτά;».

Το ποτήρι της υπομονής έχει «ξεχειλίσει», απλώς δεν το έχουμε αντιληφθεί. Χρέος της Πολιτείας είναι αφενός να «σφουγγαρίσει» το φορολογικό δάπεδο, αφετέρου να φροντίσει για τη «στεγανοποίηση» των διαρροών φορολογουμένων και φορολογητέας ύλης.

Ο κ. Δημήτριος Πατσάκης είναι οικονομολόγος