Στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια της απεργίας στα ανθρακωρυχεία Καρμώ και μετά την έκρηξη βόμβας που διαμέλισε έξι αστυνομικούς (1892), οι ανώτερες τάξεις, όπως παραστατικά γράφουν ο Η. Ιωακείμογλου και η Σ. Τριανταφύλλου, « δεν τολμούσαν να πάνε στο θέατρο, στην όπερα, στα καταστήματα ή για ιππασία στο δάσος της Βουλώνης.Οι φήμες ότι οι αναρχικοί είχαν τοποθετήσει βόμβες σε εκκλησίες,ότι είχαν χύσει υδροκυάνιο στις δεξαμενές,ότι κρύβονταν μέσα στις άμαξες έτοιμοι να ληστέψουν τους επιβάτες, αφού πρώτα τους κόψουν τον λαιμό, οργίαζαν ».

Εάν η πρόκληση τρόμου (terror) μέσω της βίας ανάγεται στα βάθη της Ιστορίας, η τρομοκρατία ως εργαλείο «προοδευτικών» σκοπών και επίτευξης νεωτερικών στόχων (κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα, ελευθερία, συγκρότηση εθνικού χώρου) είναι ένα μοντέρνο φαινόμενο. Η πολιτική βία είναι κεντρικό συστατικό του επαναστατικού μύθου και έχει ως κύρια πηγή έμπνευσης τη Γαλλική Επανάσταση.

Δεν είναι συνεπώς τυχαίο που η τρομοκρατία, από τους αναρχικούς του 19ου αιώνα ως τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και τη δική μας «17 Νοέμβρη», χρησιμοποίησε ως νομιμοποιητική βάση, όσο προσχηματική ή οξύμωρη και αν ήταν αυτή η επίκληση, ακόμη και τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η βία της Αριστεράς, ταυτόχρονα αμοραλιστική και ευγενής, ταυτόχρονα εγκληματική και ρομαντική, επικαλέστηκε συχνά τις αξίες των θυμάτων της και τις αρχές ενός καθεστώτος που ήθελε να καταλύσει.

Ωστόσο η εντυπωσιακή σε αποτελεσματικότητα και κινηματογραφική σε θεαματικότητα επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 σηματοδοτεί τη μεγάλη είσοδο σε μια νέα εποχή και σε ένα νέο- μη «νεωτερικό»- αξιακό οπλοστάσιο.

Τα παρακάτω σημεία αξίζει να επισημανθούν:

1. Παρά την επίκληση «προοδευτικών» στόχων (αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό, στην καταπίεση ή υπέρ των Παλαιστινίων) ο λόγος της Αλ Κάιντα είναι άλλης υφής. Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός- εγκαθίδρυση του Νόμου του Θεού- συγκροτεί μια υπερβατική ολοκληρωτική ιδεολογία που βρίσκεται στον αντίποδα των «λαϊκών» αξιών της αριστερής ή αναρχικής τρομοκρατίας. Ο λόγος, και όχι μόνον η πράξη, είναι «σκοταδιστικός», αντιμάχεται μετωπικά όλες τις κατακτήσεις του Διαφωτισμού.

2. Η ρητή άρνηση της διάκρισης ανάμεσα σε υπεύθυνους και μη, ανάμεσα σε ενόχους και αθώους, σε ένστολους και αμάχους, βασική αρχή του δίκαιου του πολέμου (jus in bello), είναι η δεύτερη, και καταλυτικής σημασίας, ρήξη με την παράδοση της δυτικής (και όχι μόνον) τρομοκρατίας. Ολοι είναι ένοχοι, όλοι είναι στόχοι. Η έννοια της συλλογικής ευθύνης σπάει τα φρένα, καταργεί το «όριο στην καταστροφή». Οι επιθέσεις στους Διδύμους Πύργους, στη Μαδρίτη και στο Λονδίνο είναι επιθέσεις στο περαστικό πλήθος.

3. Οι επιθέσεις αυτοκτονίας δεν είναι εφεύρεση της Αλ Κάιντα. Επίσης δεν πρέπει να ταυτίζονται με τις επιθέσεις σε αμάχους ή με την τρομοκρατία. Πρωτοεμφανίστηκαν στον Λίβανο των αρχών της δεκαετίας του 1980 (κυρίως εναντίον πρεσβειών και στρατιωτικών αποστολών) και χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο πάλης σε πολλές περιοχές με εμφύλιο ή με πρόβλημα εθνικής ολοκλήρωσης (παραδείγματα: Σρι Λάνκα, Τσετσενία, Παλαιστίνη). Δεν αποτελούν, επίσης, αποκλειστικό εργαλείο αντιδυτικού πολέμου (η μεγάλη πλειοψηφία των επιθέσεων, ακόμη και της Αλ Κάιντα, έλαβε χώρα σε μουσουλμανικό έδαφος και είχε στόχο μουσουλμάνους). Ωστόσο η αποτελεσματικότητα της 11ης Σεπτεμβρίου αύξησε κατακόρυφα τη μαγεία της αυτοκτονίας ως όπλουόπως και το κύρος της Αλ Κάιντα- και νομιμοποίησε την ιδέα ότι «το πλήθος είναι δίκαιος στόχος».

4. Η εισβολή στο Ιράκ και η υπερφίαλη στρατηγική των ΗΠΑ δυνάμωσαν την επιρροή της Αλ Κάιντα. Αυτή η τελευταία κατάφερε κάτι που ποτέ δεν πέτυχε η δυτική τρομοκρατία: να συνδέσει τη μοίρα της με τις προσδοκίες και το ήθος των λαϊκών στρωμάτων. Σήμερα, εν τούτοις, αυτή η επιρροή υποχωρεί. Πέρασε η εποχή που η Αλ Κάιντα προσδιόριζε το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ισπανία ή έδινε τον τόνο της αντιαμερικανικής αντίστασης στο Ιράκ. Δεν είναι πλέον σε θέση να εκφράσει προνομιακά την περηφάνια, την οργή, τη στέρηση ή τη θρησκευτική αυταπάρνηση μερίδων του μουσουλμανικού πληθυσμού. Η Αλ Κάιντα φθίνει, όπως έγραψε ο Ζ. Π. Φιλιού, και λόγω του εξτρεμισμού της (που, ας το επαναλάβουμε, ασκήθηκε προπάντων ενάντια στον «κοντινό εχθρό», τους μετριοπαθείς μουσουλμάνους) και λόγω της νέας στρατηγικής του προέδρου Ομπάμα.

5. Οι εύκολες ήττες της Αμερικής (ιδιαίτερα αν συγκριθούν με τη δύσκολη ήττα στο Βιετνάμ) δεν οφείλονται στην Αλ Κάιντα. Δεν νίκησε η Αλ Κάιντα ούτε στο Ιράκ ούτε στο «νεκροταφείο αυτοκρατοριών» του Αφγανιστάν. Νίκησαν οι ντόπιες κοινωνίες και η προνεωτερική «πολυπλοκότητά» τους. Νίκησε η απαράμιλλη ισχύς άλλων κανόνων συμβίωσης που καμία ξένη δύναμη δεν μπορεί, manu militari, να καταργήσει ή, έστω, να διευθετήσει υπέρ των συμφερόντων της.

6. Η δράση της Αλ Κάιντα, όπως και η α-νόητη αμερικανική στρατηγική του «καθολικού πολέμου», έβαλαν σε κίνηση μια τυφλή μηχανή που περιόρισε τα δημοκρατικά δικαιώματα στον φιλελεύθερο δυτικό κόσμο και κατέστησε πιο δύσκολη την ενίσχυση της δημοκρατίας στον μουσουλμανικό κόσμο. Οι αξίες της δημοκρατίας ηττήθηκαν και στα δύο μέτωπα, στο εσωτερικό και των δύο στρατοπέδων. Υπ΄ αυτή την έννοια, η εξασθενημένη Αλ Κάιντα είναι ο έμμεσος νικητής ενός πολέμου που δεν έχει πει ακόμη την τελευταία του λέξη.

Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής της Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.