Δεν διεκδικώ, φυσικά, τον επίζηλο τίτλο του αλάνθαστου. Και είναι αναπόφευκτο στις χιλιάδες άρθρα, σχόλια και ομιλίες μου να έχουν εμφιλοχωρήσει κάποιες αβλεψίες ή και ολισθήματα άγνοιας, αφού κατά κόρον αναγνωρίζω το του Σωκράτους «εν οίδα ότι ουδέν οίδα».

Αναχωρώντας για τις διακοπές μου άφησα πίσω μου, όπως κάθε χρόνο, κάποια διαχρονικής επικαιρότητας κείμενα και κυρίως τρία αναφερόμενα σε αποσπάσματα από τους Οξυρρύγχειους Παπύρους ανάμεσα στους οποίους υποτίθεται ότι σώζονται επιστολές με συμβουλές του ρωμαίου συγκλητικού Μενένιου Απιου προς τον φίλο του Ατίλιο Νάβιο, μέλλοντα ρωμαίο κυβερνήτη τής υπό κατοχή Αχαΐας πριν από 2.300 χρόνια. Σε αυτούς περιγράφεται ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά των τότε Ελλήνων, που περίπου ταυτίζονται με των σύγχρονων. Τα κείμενα αυτά είχαν δημοσιευθεί το 1954 στο περιοδικό «Νέα Εστία» σε νεοελληνική απόδοση από τον σοφό ακαδημαϊκό, αείμνηστο, Κωνσταντίνο Τσάτσο και είχαν περιληφθεί και στη σειρά των Αφορισμών και Διαλογισμών του (έκδοση Βιβλιοπωλείου της Εστίας το 1970). Τα κείμενα αυτά είχαν εντυπωσιάσει και είχαν ποικιλότροπα σχολιασθεί, χωρίς μάλιστα αρχικά να αμφισβητηθεί η γνησιότητά τους. Οπως υπογραμμίζει ο πολυμαθής αγαπητός κ. Στέλιος Παπαθεμελής, μολονότι επρόκειτο για δημιούργημα της φαντασίας του Κωνσταντίνου Τσάτσου, «υπήρξε εξαιρετικά πειστικό και έγινε δεκτό χωρίς επιφυλάξεις». Ακόμη και ο κορυφαίος ιστορικός του Νέου Ελληνισμού καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος στο βιβλίο του «Ο χαρακτήρας των Ελλήνων» είχε αποδεχθεί ως αληθινούς τους Παπύρους και τον συγκλητικό Μενένιο. Μόνο έπειτα από τριάντα χρόνια, τον Μάιο του 1983, προκλήθηκε έντονη αμφισβήτηση της γνησιότητας των Οξυρρύγχειων Παπύρων και τότε παρενέβη ο Κ. Τσάτσος και παραδέχθηκε ότι επρόκειτο για πόνημα της δικής του φαντασίας. Μολονότι στο τελευταίο από τα τρία κείμενά μου (που είχαν γραφεί και σταλεί στο «Βήμα» προτού ανακληθώ στην τάξη για το «ολίσθημά» μου ως αγνοών την αμφισβήτηση της γνησιότητάς τους) αποκαλύπτω ότι κατά μία εκδοχή «δεν πρόκειται για μετάφραση ρωμαϊκού κειμένουαλλά για προ πεντηκονταετίας προσωπικές σκέψεις του Κωνσταντίνου Τσάτσου». Ηθελα όμως να έχω ισχυρότερη απήχηση για τους αναγνώστες μου, προτού αποκαλύψω ότι είναι αμφίβολη η ρωμαϊκή προέλευσή τους. Τους ενοχληθέντες αναγνώστες μου τούς παρακαλώ να σκεφθούν αν οι προ 60ετίας διαπιστώσεις του αείμνηστου Τσάτσου δεν αποδίδουν και τα σημερινά χαρακτηριστικά κουσούρια μας, που έχουν μάλιστα επιδεινωθεί.

Στους χαιρεκάκως υπενθυμίζοντες ότι χρεώνομαι και με διαψευσθέντες βαρείς χαρακτηρισμούς για τους μετανάστες από τον τέως αυστραλό πρωθυπουργό Κέβιν Ραντ, παρατηρώ ότι παρά το σχετικό αίτημά μου να μου τεθεί υπ΄ όψιν η κατά λέξιν επίσημη διάψευσή του (πράγμα που εζήτησαν και φίλοι μου στην Αυστραλία από το πρωθυπουργικό γραφείο), ουδέποτε ικανοποιήθηκε η εύλογη περιέργειά μου. Συνεπώς δικαιούμαι ακόμη να διερωτώμαι ποιος λέει την αλήθεια επί του θέματος.

Η τρίτη γκάφα που μου καταλογίζεται από αυστηρό αναγνώστη μου αναφέρεται στην περίφημη ρήση που αποδίδεται στον Κίσινγκερ για το πώς θα πρέπει να υπονομευθεί η χώρα μας. Και όμως είμαι ο μόνος που προκειμένου να αποσαφηνισθεί το θέμα έστειλα επιστολή προς τον πρώην αμερικανό υπουργό, ο οποίος είχε την ευγένεια να μου απαντήσει διαψεύδοντας τα αποδιδόμενα σε αυτόν, πράγμα που έσπευσα να δημοσιεύσω στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» (13.11.1997) με εκτενές ιστορικό επί του θέματος. Τι φταίω εγώ αν και σήμερα με συσχετίζουν με τη δήθεν δήλωση Κίσινγκερ για να της αποδώσουν εγκυρότητα, που υποτίθεται ότι της προσδίδει η σύνδεσή της με την ταπεινότητά μου, έστω και αν κάποιοι γνωρίζουν τη διάψευση που εγώ προκάλεσα;

Αυτές είναι οι τρεις αμαρτίες που έσπευσαν να μου αποδώσουν φιλικώς ή χαιρεκάκως, αγαπητοί αναγνώστες μου. Ταπεινοφρόνως τις αποδέχομαι, όπως όμως ακριβώς τις περιέγραψα.

jmarinos@tovima.gr