Είναι γνωστό ότι τα προβλήματα της Αθήνας έρχονται από πολύ μακριά (τουλάχιστον από την εποχή του Μεσοπολέμου) και κάθε φορά παραμένουν άλυτα. Βασικός λόγος είναι η αδυναμία διακυβέρνησης του μητροπολιτικού μορφώματος, η αδυναμία δηλαδή ενός μακρόπνοου προγραμματισμού ρυθμιστικών παρεμβάσεων που να μπορούν να εφαρμοστούν σε εύλογο χρονικό διάστημα ώστε να επιτευχθούν βασικοί προδιαγεγραμμένοι στόχοι. Τα προβλήματα της Αθήνας δεν έχουν να κάνουν με την αισθητική, η Αθήνα δεν είναι ούτε ωραία ούτε άσχημη. Μια πόλη είναι «ωραία» όταν είναι κατ΄ αρχήν λειτουργική, φιλική και ασφαλής (και φυσικά καθαρή). Είναι ωραία όταν είναι προσφιλής και αγαπητή στους πολίτες που τη ζουν καθημερινά. Κανένας Παρθενώνας δεν μπορεί να κάνει την Αθήνα επιθυμητή, όπως είναι αυτή σήμερα. Οι ίδιοι οι κάτοικοί της αναζητούν κάθε Σαββατοκύριακο την κλασική «φυγή από το Λεκανοπέδιο», διότι είναι ασφυκτικές και απωθητικές οι συνθήκες της καθημερινής διαβίωσης στη μικροκλίμακα της γειτονιάς τους.

Το ζήτημα του Ελληνικού συνδέεται άρρηκτα με το ζήτημα της Αθήνας. Αυτή είναι πιθανώς η τελευταία ευκαιρία για μια συνολική παρέμβαση και αναδιάρθρωση της αστικής δομής του Λεκανοπεδίου. Αλλη ευκαιρία δεν θα υπάρξει στο μέλλον και η Αθήνα θα μπορεί τότε- δικαίως;- να θεωρείται πραγματικά χαμένη υπόθεση. Από την άποψη αυτή θα ήμουν επιφυλακτικός ως προς τις απόψεις των δημάρχων των περιφερειακών του Ελληνικού δήμων όσον αφορά το μέλλον της περιοχής, διότι αναπόφευκτα (και δικαιολογημένα) κινούνται σε έναν ορίζοντα τοπικής εμβέλειας (βλ. «Το Βήμα», 22.08.2010). Το Ελληνικό δεν αποτελεί αυτοτελή νησίδα αλλά τμήμα της ελληνικής πρωτεύουσας που μας κληροδοτείται σήμερα ως πολύτιμο εργαλείο για την εξυγίανσή της. Το Ελληνικό δεν είναι ένας ευτυχής «άλλος τόπος» μέσα στην πόλη, δεν μπορεί να έχει μονοθεματικό χαρακτήρα, δεν μπορεί να αποκτήσει μοναδιαία χρήση. Αν συνέβαινε αυτό, η χρήση θα ακυρωνόταν από τη δυσανάλογα μεγάλη κλίμακα του Λεκανοπεδίου και από τα κάθε λογής προβλήματα που χαρακτηρίζουν τις καθημερινές λειτουργίες του (και επικοινωνίες). Οι Αθηναίοι, αλλά και οι ίδιοι οι δημότες των παρακείμενων δήμων, δεν χρειάζονται ένα τεράστιο πάρκο 6.000 στρεμμάτων(!) για να κάνουν την καθημερινή τους ηλιοθεραπεία, όπως βλέπουμε στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη. Δεν είναι αυτό που έχουμε ανάγκη, δεν ανήκει στην κουλτούρα μας: το διατύπωσε άλλωστε εύστοχα και ο Χοσέ Αθεμπίγιο (βλ. «Το Βήμα», 14-15.08.2010), υπογραμμίζοντας ότι η έννοια του μητροπολιτικού πάρκου τέτοιου μεγέθους δεν διακρίνει την αστική παράδοση των πόλεων της Μεσογείου.

Ηανάπλαση του Ελληνικού πρέπει να αντιμετωπιστεί ως σύνθετη παρέμβαση οργανικής συνύπαρξης ιδιωτικών και δημόσιων λειτουργιών, με παράλληλη ποιοτική επένδυση στο θαλάσσιο μέτωπο και βεβαίως με τη δημιουργία μεγάλης ζώνης πρασίνου. Πιθανώς να μην είναι δημοφιλής, αλλά ακόμη και η επαναδραστηριοποίηση ενός μικρού πολιτικού αεροδρομίου θα ενίσχυε τις συγκοινωνιακές υπηρεσίες στην πρωτεύουσα. Η άδεια λειτουργίας υπάρχει – θα αποτελούσε άλλη μια σπατάλη η ακύρωσή της- ενώ υπάρχει και το ανάλογο παράδειγμα σε άλλες διεθνείς μητροπόλεις με άριστα αποτελέσματα, από τη Ρώμη (Τσιαμπίνο) ως το Τόκιο (Χανέντα). Αυτό που απαιτείται είναι ο μεθοδικός προγραμματισμός αποκέντρωσης δημόσιων λειτουργιών καθώς και ο οικιστικός σχεδιασμός που θα ικανοποιεί ανάγκες οι οποίες θα προκύπτουν από τις απαλλοτριώσεις επιλεγμένων περιοχών στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, με βάση ένα ρυθμιστικό σχέδιο που θα κινείται στη λογική της περιφερειακής εξυγίανσης και της βελτίωσης του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής.

Θα ήταν φυσικά εγκληματικό οι παραπάνω επιλογές να αφήσουν άθικτη την ανεξέλεγκτη επέκταση του οικιστικού ιστού, με αποτέλεσμα την ενίσχυση του φαινομένου της «διάσπαρτης πόλης» και την όλο και πιο διευρυμένη κατανάλωση του χώρου, ενός αγαθού που δεν αναπαράγεται: από την άποψη αυτή η Αθήνα διεκδικεί μιαν άλλη, διόλου ζηλευτή, ευρωπαϊκή πρωτιά. Ο επανασχεδιασμός του Ελληνικού θα πρέπει να προχωρήσει παράλληλα με δράσεις ικανές να αναχαιτίσουν και να διαχειριστούν το φαινόμενο, προσανατολίζοντας την οικιστική ανάπτυξη στο εσωτερικό των αστικών ορίων, με αποτέλεσμα την εξοικονόμηση δημόσιου χρήματος όσον αφορά τα δίκτυα, τις επικοινωνίες και το περιβάλλον. Το πρόβλημα έχει γίνει πλέον κατανοητό (με λαμπρή εξαίρεση τη νότια «συμπαγή» Βαρκελώνη) στην πλειονότητα των χωρών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, όπου τα ρυθμιστικά σχέδια έχουν περιορίσει δραστικά την καθημερινή «κατανάλωση του εδάφους» (Γερμανία), έχουν αντιμετωπίσει το ζήτημα της προστασίας των αστικών ορίων με τη δημιουργία πράσινων δακτυλίων (Βρετανία), είτε ωθούν τη νέα οικοδόμηση σε περιοχές ήδη πολεοδομημένες αλλά σε κατάσταση ελλιπούς χρήσης ή εγκατάλειψης (Γαλλία).

Για να μη μείνουν όμως τα παραπάνω ευσεβείς πόθοι απαιτούνται δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η ικανότητα της ελληνικής διοίκησης να προγραμματίσει με συνέπεια και σε βάθος χρόνου μιαν ανάλογη πολιτική συνολικής εξυγίανσης. Το δεύτερο είναι ακόμη πιο δύσκολο: σχετίζεται με το αν οι συμπολίτες μας επιθυμούν πραγματικά- και είναι πρόθυμοι να σεβαστούν όλους τους σχετικούς κανόνες χρήσης και διατήρησης- τη δημιουργία δημόσιων κοινόχρηστων χώρων, ποιοτικών πνευμόνων στη μικροκλίμακα της καθημερινότητας. Η κοινωνική λειτουργικότητα των δημόσιων χώρων δεν είναι αποτέλεσμα προγραμματικού αυτοματισμού αλλά παράδοσης, συνηθειών και συλλογικής νοοτροπίας. Η δική μας σχέση με την έννοια του αστικού κοινόχρηστου υπήρξε ανέκαθεν συγκρουσιακή. Θα αλλάξει στις αρχές του 21ου αιώνα;

Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι αρχιτέκτων, καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.