Το γεγονός ότι εισάγεται υποψήφιος σε ίδρυμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κατ΄ ευφημισμόν ανωτάτης, με βαθμό 0,9-δηλαδή κάτω της μονάδας – θέτει το ενδιαφέρον ερώτημα: Γίνεται κανείς επιστήμονας με το ζόρι; Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι ο άγνωστος νεαρός, που έγινε διάσημος λόγω της αποτυχίας του, την οποία το Υπουργείο μετέτρεψε σε επιτυχία, ενδιαφέρεται να σπουδάσει; Το ίδιο ερώτημα τίθεται και για χιλιάδες άλλους.

Η λογική απάντηση είναι αρνητική. Δεν γίνεται κανείς επιστήμονας με το ζόρι. Βέβαια, όλοι αυτοί οι «επιτυχόντες», περί ων ο λόγος, μπορεί να πάρουν πτυχίο έπειτα από μερικά χρόνια- αφού χρησιμοποιήσουν γονείς, συγγενείς, φίλους, συνδικαλιστές φοιτητές, γιατρούς, βουλευτές, και ίσως τραπεζικούς λογαριασμούς-, αλλά επιστήμονες δεν θα γίνουν. Ούτε καν καλοί επαγγελματίες. Είναι βέβαιο ότι πολλοί θα εγκαταλείψουν τη «Σχολή» τους μόλις βαρεθούν το πηγαινέλα ή βρουν κάποια δουλειά. Η καλή πρόθεση επί της οποίας βασίζεται η απόφαση για εισαγωγή σε κάποιο Τμήμα στο τέλος θα έχει κακά αποτελέσματα εις βάρος αυτών που υποτίθεται ότι ήθελε να βοηθήσει.

Δυστυχώς, αυτοί που επί δεκαετίες δημιουργούν τα αζήτητα και διεσπαρμένα σε όλη τη χώρα Τμήματα όχι μόνο δεν υπέστησαν κάποιο κόστος αλλά πήραν και μερικές ψήφους. Μόνο που η γενικότερη άθλια κατάσταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και η απόδοση ευθυνών δεν είναι της ώρας. Αυτήν την ώρα επείγει να βρεθεί λύση στο πρόβλημα του τρόπου εισαγωγής των υποψηφίων σε ΑΕΙ και ΤΕΙ.

Το ισχύον σύστημα εισαγωγής έχει πολλά αρνητικά στοιχεία. Πρώτον, είναι δαπανηρό και επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του Υπουργείου. Δεύτερον, παρουσιάζει το αξιοπερίεργο χαρακτηριστικό να μην έχουν τα ΑΕΙ και ΤΕΙ τον έλεγχο της εισαγωγής αυτών που θα εκπαιδεύσουν. Τρίτον, το σύστημα και ο τρόπος αξιολόγησης που έχει υιοθετηθεί οδηγούν σε αποστήθιση, κοινώς παπαγαλία. Τέταρτον, οι υποψήφιοι σε πάρα πολλές περιπτώσεις δηλώνουν Τμήματα για τα οποία δεν γνωρίζουν τίποτε, και τα οποία τελικά εγκαταλείπουν.

Η λύση που υποδεικνύεται από τη διεθνή εμπειρία και τη λογική εξέταση του προβλήματος είναι απλή: κάθε Τμήμα ή (σε ορισμένες περιπτώσεις) Σχολή να αποφασίζει με τον τρόπο που ταιριάζει καλύτερα προς το ακαδημαϊκό αντικείμενο ή επιδιωκόμενο επάγγελμα για το ποιους και πόσους (μέσα σε λογικά όρια) θα δέχεται για εγγραφή. Το κόστος της αίτησης και εξέτασης πρέπει να φέρουν οι ενδιαφερόμενοι όχι μόνο για λόγους δημοσιονομικούς αλλά κυρίως ως κίνητρο για άσκηση ορθολογικής κρίσης και απόφασης εκ μέρους των ενδιαφερομένων.

Δεδομένου ότι ζούμε σε μια χώρα όπου η διαφθορά είναι γενικευμένη, η μόνη παρέμβαση του Υπουργείου πρέπει να είναι η εξασφάλιση του αδιάβλητου της επιλογής. Και αυτό δεν είναι δύσκολο.

Αναρωτιέται κανείς: Οι διάφοροι υπουργοί των τελευταίων δεκαετιών δεν τα καταλάβαιναν αυτά τα απλά πράγματα; Ισως ναι, ίσως όχι. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η αρνητική έως καταστροφική παρέμβαση της οργανωμένης συντεχνίας των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) για τους οποίους οι πανελλαδικές εξετάσεις και τα αναγκαία φροντιστήρια είναι πολύ καλή πηγή παράνομου πλουτισμού.

Είναι ίσως σχετικό το ακόλουθο περιστατικό: Ημουν κάποια χρονιά μέλος της επιτροπής εξετάσεων και πρότεινα το εξής απλό θέμα: «Τι είδους πολιτική οικονομία θα είχαμε σε μια οικονομία παραδείσου, δηλαδή απόλυτης αφθονίας;». Η απάντηση είναι απλή: δεν θα υπήρχε πολιτική οικονομία. Οι καθηγητές του Λυκείου, που ήταν η πλειοψηφία της επιτροπής, απέρριψαν το θέμα με την αιτιολογία ότι δεν είχε διδαχθεί…

Ο κ. Θεόδωρος Π. Λιανός είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ).