Εννοούμε να γίνουμε χώρα οικονομικά ανταγωνιστική και πολιτικά ευυπόληπτη στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στον κόσμο. Αρκεί να κατανοήσουμε πώς εγκλωβιστήκαμε στην αδιέξοδη μυθολογία της κομματικής ολιγαρχίας και να απαιτήσουμε να σταματήσει ο βιασμός της μεσαίας τάξης. Να απαιτήσουμε να γίνει σεβαστή η επιχειρηματική ανταμοιβή σε όλους τους τομείς. Να απαιτήσουμε να μειωθούν οι ληστρικοί και ακατάληπτοι φόροι. Να απαιτήσουμε να καταργηθούν οι φόροι υπέρ τρίτων οι οποίοι εξασφαλίζουν άνετα εισοδήματα σε μερικούς εις βάρος των πολλών. Να απαιτήσουμε το κράτος, το οποίο έχει τεράστια περιουσία, να σταματήσει να γίνεται φτωχός διάκονος και να περιφέρει τον δίσκο της επαιτείας στις παγκόσμιες αγορές κτλ.

Το πρόβλημα είναι ότι, εφόσον επιθυμούμε και στρατηγικά πρέπει να βρισκόμαστε στη ζώνη του ευρώ, ο μόνος τρόπος να διορθώσουμε την παρούσα κατάσταση είναι να γίνουμε ανταγωνιστικοί όπως οι Γερμανοί και άλλοι Βόρειοι Ευρωπαίοι. (Βέβαια δεν προτείνουμε να παράγουμε προϊόντα υποκαθιστώντας τις εισαγωγές με εγχώρια, τα οποία όμως λόγω της μικρής εμπειρίας μας δεν μπορεί να είναι διεθνώς ανταγωνιστικά. Αυτή τη λανθασμένη πολιτική υιοθετήσαμε στις αρχές του 1950 με αποτέλεσμα να μη γίνουμε ποτέ ανταγωνιστικοί.) Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε είναι το πώς να το καταφέρουμε με το τεράστιο χρέος και τις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας μας.

Σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο, το 2016, που μας λένε ότι το δημόσιο έλλειμμα θα έχει μηδενιστεί, θα χρωστάμε ήδη 500 δισ. ευρώ. Αν υποθέσουμε ότι το επιτόκιο του δανεισμού της χώρας μας είναι 5% θα χρειαζόμαστε 25 δισ. ευρώ ετησίως για τοκοχρεολύσια. Επιπλέον αν δεχθούμε ότι στα επόμενα 20 χρόνια το χρέος θα πρέπει να μειωθεί στο μισό, με πρόχειρους υπολογισμούς θα χρειαζόμαστε άλλα 10 δισ. ευρώ ετησίως. Επομένως μετά το 2015 θα χρειαζόμαστε γύρω στα 35 δισ. ευρώ για να εξυπηρετήσουμε τις ανάγκες του δημόσιου χρέους.

* Η δημιουργία θέσης εκτελεστικού διευθύνοντος συμβούλου στα υπουργεία, όπου πλέον ο υπουργός θα έχει χρέη ενός μη εκτελεστικού πρόεδρου σε μια μεγάλη πολυμετοχική εταιρεία. Με αυτόν τον τρόπο θα αποκοπεί επίσης ο ομφάλιος λώρος της δημόσιας διοίκησης με τα κόμματα και θα επιτρέψει σε ικανά άτομα που δεν ανήκουν σε κάποιο κόμμα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Καθώς όμως το κράτος δεν θα μπορεί να πληρώσει μεγάλες αμοιβές στους εκτελεστικούς διευθύνοντες συμβούλους, μπορεί να υιοθετήσει μια δομή αμοιβών συνδεδεμένων με την αποτελεσματικότητάς τους.

* Η κυβέρνηση πρέπει να καταστήσει σαφές και να σηματοδοτήσει στην πρώτη ευκαιρία ότι από εδώ και πέρα θα επιβληθούν ο νόμος και η τάξη. * Για να προσελκύσουμε μεγάλες ξένες επενδύσεις πρέπει να εγκαταλείψουμε τις μεθόδους του παρελθόντος. Πρέπει να προετοιμάσουμε εμείς οι ίδιοι τους φακέλους μεγάλων επενδυτικών έργων έτοιμων για υλοποίηση και να τους προωθήσουμε στο εξωτερικό, αναζητώντας επενδυτές.

* Η Ελλάδα διαθέτει πολλά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που παραμένουν αναξιοποίητα. Εν τούτοις για να τα αξιοποιήσουμε, απαιτείται ένας καινοτόμος τρόπος σκέψης και η κατανόηση του ότι υπάρχουν οφέλη και κόστος που πρέπει να αντισταθμιστούν. Για παράδειγμα, τι θα συνέβαινε αν, ας πούμε, το 1/10 των ακτογραμμών μας ενοικιάζονταν για 99 χρόνια σε ιδιώτες με σημαντικό τίμημα, μέρος του οποίου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να βελτιωθούν οι εναπομένουσες ελεύθερες παραλίες. Ή τι θα συνέβαινε αν νοικιάζονταν για 99 χρόνια με διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό μερικές βραχονησίδες. Με το να κάνουμε αυτά, θα δημιουργηθούν θέσεις απασχόλησης και επιπλέον εισοδήματα και φόροι για την Ελλάδα.

* Τα ανταγωνιστικά μας πλεονεκτήματα εκτείνονται και σε άλλους τομείς: λιμενικές εγκαταστάσεις για σκάφη αναψυχής, θαλάσσια σπορ, βιολογικές καλλιέργειες, χειμερινός και συνεδριακός τουρισμός κ.ά. Ολα αυτά είναι μέρος μόνον όσων μπορούμε να αξιοποιήσουμε και όχι να στηριζόμαστε στον τουρισμό του ήλιου και της παραλίας, όπου όμως έχουμε ισχυρούς ανταγωνιστές από χώρες με χαμηλούς μισθούς.

* Από θέση μακρόχρονης πείρας και γνώσης πιστεύουμε ότι μπορούμε να γίνουμε το κέντρο ποιοτικής εκπαίδευσης στην περιοχή μας. Αλλά όχι με το εκπαιδευτικό σύστημα που έχουμε. Η πιο εύκολη λύση σ΄ αυτό το τεράστιο πρόβλημα είναι η απελευθέρωση της Παιδείας από τον στραγγαλισμό των γραφειοκρατών του υπουργείου Παιδείας και η εισαγωγή ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος στο οποίο θα συμμετέχουν και ιδρύματα από το εξωτερικό.

* Στον 21ο αιώνα η καινοτομία είναι πολύ σημαντικό στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά δυστυχώς υπάρχει μικρή καινοτομική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Αν και παρατηρούνται αξιοσημείωτες προσπάθειες δεν έχουν επιτευχθεί αρκετά, για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα αποθαρρύνει την επιχειρηματικότητα και, δεύτερον, γιατί δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για νέες καινοτόμες ιδέες που θα μετεξελιχθούν σε διεθνώς επιτυχημένες επιχειρήσεις. Αν θέλουμε να κάνουμε μια σοβαρή προσπάθεια, το παράδειγμα του Ισραήλ, που έχει αποδώσει θαυμάσια οικονομικά αποτελέσματα μέσα σε ένα δύσκολο εμπόλεμο περιβάλλον, πρέπει να υιοθετηθεί όσο είναι δυνατόν συντομότερα.

Οταν υπάρχει θέληση υπάρχουν και ευκαιρίες, και τουλάχιστον οι Ελληνες έχουμε κατανοήσει το τεράστιο πρόβλημα της χώρας, όπως και την ανάγκη για λύσεις που θα θεραπεύσουν τις αδυναμίες μας (για να ελπίζουμε σε αναπτυξιακή πορεία πρώτα απ΄ όλα πρέπει να μειωθεί ο ρόλος του κράτους (κεντρικής κυβέρνησης και Αυτοδιοίκησης). Σήμερα είναι αναχρονιστικό να χρησιμοποιούμε πλέον κρατικά μονοπώλια για προϊόντα και υπηρεσίες που μπορούν να παραχθούν καλύτερα με άλλες διαδικασίες. Η κρατική πα ρέμβαση πρέπει να περιοριστεί στην εισαγωγή και στην τήρηση των νόμων ώστε να αφεθούν τα άτομα να δημιουργήσουν. Η τρόικα δεν είναι μπαμπούλας. Μας υποχρεώνει να κάνουμε πράγματα που έπρεπε να είχαμε κάνει πολλές δεκαετίες πριν. Τώρα είναι η ευκαιρία να βελτιωθούμε ώστε να γίνουμε διεθνώς ανταγωνιστικοί. Αν δεν δράξουμε αυτή την ευκαιρία για να το κάνουμε, η μόνη λύση θα είναι η χρεοκοπία και η επιστροφή στη δραχμή, με όλες τις αρνητικές συνέπειες που συνεπάγονται.

Ο κ. Σ. Μακριδάκης είναι καθηγητής της ΙΝSΕΑD. Ο κ. Γ. Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο κ. Α. Δ. Καραγιάννης είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς.