Στις πανελλαδικές εξετάσεις του 2008 πέντε τμήματα ΤΕΙ είχαν μείνει χωρίς πρωτοετή φοιτητή. Ούτε ένας υποψήφιος από όσους είχαν αξιωθεί τον βαθμό «10» δεν είχε ζητήσει να εγγραφεί σε αυτά. Το 2009 οι κενές θέσεις στα ΤΕΙ ξεπέρασαν τις 20.000- και πάλι ελλείψει ενδιαφερομένων με επίδοση πάνω από τη βάση. Εφέτος που η βάση καταργήθηκε, οι κενές θέσεις μειώθηκαν σε 4.000, ενώ 15.000 εισήχθησαν με βαθμολογία κάτω του «10». Το άθροισμα μας φέρνει περίπου στον περυσινό αριθμό κενών θέσεων.

Από μία πλευρά, υποστηρίζεται, καλύτερα έτσι. Από 20.000 θέσεις κενές, προτιμότερο 4.000. Και αν 15.000 εισαχθέντες καταλείπουν αμφιβολίες ως προς το εκπαιδευτικό τους επίπεδο, πάλι κάτι θα μάθουν στα ΤΕΙ. Αν έμεναν εκτός νυμφώνος, δεν θα κερδίζαμε τίποτε.

Η οπτική αυτή, ωστόσο, κλονίζεται μόλις συνδυαστεί με τη στατιστική διαπίστωση ότι από τα ΤΕΙ αποφοιτούν τελικώς λιγότεροι από τους μισούς πρωτοετείς τους. ΄Η τα παιδιά βρίσκουν τις σχολές δύσκολες κι ας μην αντιμετωπίζουν αξιώσεις οξφορδιανού επιπέδου ή συνειδητοποιούν πως το πτυχίο δεν προσφέρει επαγγελματικές προοπτικές ή η εγγραφή τους δεν αντίκριζε εξ αρχής γνήσια επιθυμία φοίτησης στα συγκεκριμένα τμήματα, αλλά μόνο πρόθεση να αναβάλουν τα εργασιακά διλήμματα ή τη στράτευση και να αποφύγουν το «στίγμα» (!;) ότι «δεν μπήκαν πουθενά».

Σε όποιο ποσοστό και αν ισχύει καθεμία από τις παραπάνω εξηγήσεις, το μείγμα αποκαλύπτει τον παραλογισμό μας. Ενώ δεχόμαστε πως στόχος της συντριπτικής πλειονότητας των υποψηφίων είναι η επαγγελματική αποκατάσταση- άρα το πτυχίο, προτάσσουμε διαρκώς το πόσοι εισάγονται και όχι το πόσοι αποφοιτούν και τις αιτίες που η πλειονότητα εγκαταλείπει. Η έμφαση στους «εισακτέους» οδηγεί στην επόμενη στρέβλωση: συντηρούνται τμήματα που δεν προσφέρουν πρόσβαση σε θέσεις εργασίας και μερικά ξεπέφτουν σε τέτοιο βαθμό στα αζήτητα, ώστε μένουν 4.000 κενές θέσεις ακόμη και όταν το κατώφλι εισαγωγής ουσιαστικά καταργείται «πιάνοντας πάτο» στο 0,9.

Εύλογα το υπουργείο Παιδείας προβληματίστηκε και μελετά την κατάργηση ή συγχώνευση δεκάδων τμημάτων και την ανοιχτή πρόσβαση σε ορισμένα. Χιλιάδες αζήτητες θέσεις σημαίνει ότι κάποια τμήματα εμέτρησαν το ζην. Αν θέλουμε να μην εθελοτυφλούμε, πρέπει όμως να συζητηθεί και το ζήτημα της «βάσης». Αν οι σχολές είναι όντως τριτοβάθμιες, η παρακολούθησή τους προϋποθέτει κάποια ήδη δεδομένη επιμόρφωση. Μαθητές που στις εξετάσεις αποδίδουν κοντά στο μηδέν πιθανότατα δεν τη διαθέτουν, το απολυτήριο του Λυκείου, όπως δίδεται, δυστυχώς δεν αποτελεί τεκμήριο για το αντίθετο. Και πανεπιστήμιο με σπουδαστές που πρέπει να ξαναμάθουν εκεί την «αλφαβήτα» δεν νοείται.

Αν όμως σε κάποια τμήματα δεν χρειάζεται η αλφαβήτα, αν αρκεί το 0,9 ή και το μηδέν σκέτο; Εφόσον προσφέρουν επαγγελματική αποκατάσταση, πρέπει να επιβιώσουν. Με την αυτονόητη, όμως, προϋπόθεση να χάσουν τον τίτλο του πανεπιστημίου. Μόνο έτσι θα γίνουμε ειλικρινείς απέναντι στους νέους μας- και οι ίδιοι απέναντι στους εαυτούς τους.