Η «οικονομία του Παξιμαδιού» κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία μας και στη διαμόρφωση των ηθών και των εθίμων της σύγχρονης Ελλάδας (του μεγαλύτερου κομματιού της τουλάχιστον). Την αποτυπώνει παραστατικότατα η λαϊκή έκφραση «κάνει το σκ… του παξιμάδι»- δηλαδή η προσπάθεια κάτω από συνθήκες στέρησης να αξιοποιηθεί το καθετί, ακόμη και το τελευταίο απόρριμμα. Αλλωστε το παξιμάδι αποτελούσε για αιώνες βασική τροφή για τους ολιγαρκείς νησιώτες και έχει το πλεονέκτημα ότι δεν ξινίζει ούτε μουχλιάζει και μπορεί να διατηρηθεί για μήνες σε κιούπια και άλλα δοχεία. Σε ορισμένα νησιά μάλιστα, επειδή υπήρχε μεγάλη έλλειψη καυσόξυλων, άναβαν τους φούρνους μόνον δύο φορές τον χρόνο και έψηναν αντί για ψωμί απευθείας παξιμάδι! (*) Η έλλειψη καυσόξυλων ήταν βέβαια αποτέλεσμα της έλλειψης μεγάλων θάμνων και δένδρων, δηλαδή της έλλειψης νερού. Αρα μπορούμε να θεωρήσουμε και τη στέρνα βασικό στοιχείο της «οικονομίας του Παξιμαδιού», όπως και τις σκαλοπατιές στις πλαγιές των λόφων που μετέτρεπαν και τα γκρέμια σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Στην ίδια οικονομία ανήκουν και οι διαδοχικοί νερόμυλοι που επαναξιοποιούν ο καθένας το νερό τού προηγούμενου, οι πέτρινες ξερολιθικά χτισμένες κατοικίες αλλά και η λιαστή ντομάτα, τα ξεραμένα σύκα, οι πίτες, οι πίτσες, οι χυλοπίτες και τα κάθε λογής μακαρόνια.

Ως πριν από λίγα χρόνια η ιδέα της ζωής στην «οικονομία του Παξιμαδιού», στον κόσμο της στέρησης και της φειδούς, ασκούσε μια φολκλορική γοητεία και οι περισσότεροι προσπαθήσαμε να τη γευτούμε στα ξερονήσια του νησιωτικού αλλά και του ορεινού αρχιπελάγους. Μόνο που αφήναμε ανοικτή την πόρτα επιστροφής στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία, στον κόσμο της περίσσειας και της σπατάλης. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Με λιγότερα χρήματα, ακριβότερα καύσιμα και μια επερχόμενη κρίση ανεπάρκειας βασικών αγαθών, επάνοδο χωρίς επιστροφή στην «οικονομία του Παξιμαδιού» προϊδεάζουν οι διεθνείς και οι τοπικές εξελίξεις, ειδικά αυτές που αφορούν την ενέργεια και τα τρόφιμα. Πώς επιδρά στον φούρνο της γειτονιάς μας το εμπάργκο στις εξαγωγές σιτηρών στο οποίο προχώρησε η Ρωσία λόγω της μείωσης της σοδειάς εξαιτίας των πυρκαγιών που έπληξαν τη χώρα; Ενώ την ίδια περίοδο η υπόλοιπη παγκόσμια- και ελληνική παραγωγήυπολείπεται σημαντικά των αναγκών και της ζήτησης; Πόσο έτοιμοι ήμασταν για αυτό; Εχουμε διατηρήσει και αφομοιώσει την τεχνογνωσία της φειδούς που τόσο έντονα υπάρχει γύρω μας σε κάθε χωριό και κάθε πλαγιά της Ελλάδας; Διαθέτουμε τη δημιουργική ικανότητα να μεταφέρουμε καινοτομικά αυτή την τεχνογνωσία στις ανάγκες τού σήμερα; Από τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα ίσως να κριθεί το συλλογικό μας μέλλον.

jgiannarakis@in.gr

(*) Αναφέρεται στην εξαιρετική μονογραφία «Ο παραδοσιακός φούρνος στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα» του Τζώρτζη Νικολάου Μακρυωνίτη, Σύρος, 2005