Τα τελευταία δύο χρόνια η παγκόσμια οικονομία επλήγη από δύο επικίνδυνα επεισόδια αστάθειας και ξαφνικών μεταβολών στη δυναμική των αγορών. Ο κίνδυνος για περισσότερα δεν έχει παρέλθει, αφού καθώς βγαίνουμε από την κρίση η κατάσταση είναι ακόμη ασταθής, κυρίως όσον αφορά το δημόσιο χρέος και τη δομή της παγκόσμιας ζήτησης. Οι συστημικοί κίνδυνοι οδηγούν στις περισσότερες κρίσεις και αποτελούν πρόκληση για διάφορους λόγους. Πρώτον, δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν με βεβαιότητα και ακόμη πιο δύσκολο είναι να αποδειχθούν. Δεύτερον, η ακριβής πρόβλεψη της στιγμής που οι αγορές θα «κλειδώσουν» και η πίστωση θα «παγώσει» είναι και θα παραμείνει πέραν των δυνατοτήτων μας. Τέλος, οι κρίσεις είναι αυστηρά μη γραμμικά φαινόμενα, δηλαδή συμβαίνουν χωρίς προειδοποίηση. Τα περιοδικά ξεσπάσματα αστάθειας σημαίνουν υψηλό κοινωνικό κόστος για όσους δεν είχαν καμία σχέση με την πρόκλησή τους. Αν επαναληφθεί αυτό το φαινόμενο, μπορεί να διαβρώσει την εμπιστοσύνη προς τις χρηματοπιστωτικές αγορές, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε ρυθμιστικές πολιτικές, επέκταση του κράτους και υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης.

Αλλά το πρόβλημα είναι ακόμη πιο σοβαρό. Η χρηματοπιστωτική κρίση μεταμορφώνεται σε κρίση δημοσίου χρέους στις ανεπτυγμένες χώρες. Η οικονομική ανισορροπία μπορεί να οδηγήσει σε δημοσιονομική ανισορροπία, καθώς τα έσοδα βυθίζονται και οι δαπάνες για κοινωνική ασφάλιση μεγαλώνουν. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υποστηρίζει ότι περίπου το 75% της δημοσιονομικής ανάκαμψης στις ανεπτυγμένες χώρες περιλαμβάνει μη περιοριστικά αντικυκλικά μέτρα. Η κρυμμένη ανισορροπία και ο συστημικός κίνδυνος κάνουν τις δημοσιονομικές πολιτικές να μοιάζουν συνετές και όταν δεν είναι. Η Ισπανία, για παράδειγμα, δεν παρουσίαζε δημοσιονομικό έλλειμμα όταν εκδηλώθηκε η κρίση. Ωστόσο τα έσοδα και οι δαπάνες της χώρας καθορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη «φούσκα» των ισπανικών ακινήτων. Η μεγάλη δημοσιονομική ανισορροπία μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μια παγίδα ανάπτυξης στην οποία η δημοσιονομική εξυγίανση ενέχει πολλές αρνητικές συνέπειες για την ανάπτυξη. Η Ελλάδα είναι το παράδειγμα σε αυτό. Και τελικά η μοναδική διέξοδος είναι η ρύθμιση των οφειλών μέσω της αναδιάρθρωσης του χρέους ή του πληθωρισμού.

Τα κράτη πρέπει να είναι σε επιφυλακή, έτοιμα να αναγνωρίσουν τον συστημικό κίνδυνο και ικανά να λάβουν μέτρα από νωρίς. Διακεκριμένοι πολιτικοί και αναλυτές ωστόσο υποστηρίζουν ότι η επαγρύπνηση για αναγνώριση και περιορισμό του συστημικού κινδύνου είναι μάταιη. Με ελλιπή μοντέλα συστημικής δυναμικής και ένα σύνθετο και συνεχώς μεταβαλλόμενο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, ο εντοπισμός είναι, λένε, είτε αδύνατος είτε επιρρεπής σε λάθη. Οι επενδυτικές «φούσκες» είναι δύσκολο να αναγνωριστούν με βεβαιότητα. Αν οι σκεπτικιστές έχουν δίκαιο, τότε πρέπει να αποδεχθούμε ότι συχνά θα διαταράσσεται απροειδοποίητα η οικονομική και δημοσιονομική ισορροπία. Επομένως πρέπει να αποδεχθούμε την ανάγκη για πιο συντηρητική δημοσιονομική πολιτική από εκείνη που πιστεύαμε ότι ήταν αναγκαία πριν από τρία χρόνια.

Στη στατιστική και στη θεωρία της λήψης αποφάσεων υπό συνθήκες αβεβαιότητας, τα λάθη είναι αναπόφευκτα. Είναι δύο ειδών. Το ένα λάθος είναι η απόρριψη μιας αληθινής πρότασης. Το άλλο είναι η αποδοχή μιας ψεύτικης. Ας τα ονομάσουμε ΑΟΑ (Απόρριψη Οταν είναι Αληθινή) και ΑΟΨ (Αποδοχή Οταν είναι Ψεύτικη). Το ζήτημα μπορεί να περιγραφεί ως εξής: στο πλαίσιο του εντοπισμού και της αντίδρασης στον συστημικό κίνδυνο, ποιο από τα δύο λάθη θα έχει το υψηλότερο αναμενόμενο κόστος; Οι πολέμιοι της συνετής επιτήρησης του συστημικού κινδύνου περιγράφουν δύο διαφορετικές θέσεις. Η μία είναι ότι το ΑΟΨ λάθος δεν θα συμβεί επειδή δεν υπάρχουν αξιόπιστες εκ των προτέρων ενδείξεις για την πιθανή ανισορροπία. Το να προσπαθούμε να τις εντοπίσουμε είναι χάσιμο χρόνου. Αυτό όμως είναι λάθος. Στην κρίση του 2008, για παράδειγμα, κάποιοι αναλυτές προειδοποίησαν για την αστάθεια και κάποιοι επενδυτές έδωσαν σημασία και αντέδρασαν. Η δεύτερη θέση παραδέχεται ότι υπήρχαν προειδοποιητικές ενδείξεις, αλλά ήταν τόσο αναξιόπιστες που η αντίδραση θα δημιουργούσε περισσότερο κακό παρά καλό. Αυτό σημαίνει ότι το ΑΟΨ ενέχει μεγαλύτερο αναμενόμενο κόστος από το ΑΟΑ.

Στις επιχειρήσεις και στις επενδύσεις, αποφάσεις σε συνθήκες αβεβαιότητας λαμβάνονται διαρκώς και τα λάθη αποτελούν ρουτίνα. Αντίθετα, η στάση των πολιτικών στις ανεπτυγμένες χώρες είναι ότι τα προληπτικά μέτρα απαιτούν υψηλό βαθμό βεβαιότητας, εξαιτίας της ριζωμένης πεποίθησης ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές είναι σταθερές και αυτορρυθμιζόμενες. Βασιζόμενοι στη θεωρία και στην εμπειρία, μπορούμε να πούμε ότι οι προληπτικές πολιτικές αντίδρασης στον συστημικό κίνδυνο είναι αδύνατον να υπάρξουν και ότι το κόστος του ΑΟΨ είναι μεγαλύτερο από εκείνο του ΑΟΑ. Αλλά τουλάχιστον πρέπει να διεξαγάγουμε το πείραμα, να αναθέσουμε την ευθύνη της ρύθμισης σε έναν καινούργιο ή υπάρχοντα θεσμό που έχει πρόσβαση σε πληροφορίες, προσωπικό με εμπειρία στην χρηματοπιστωτική και μακροοικονομική ανάλυση και να είναι απαλλαγμένος από συγκρούσεις και συμφέροντα. Αν η ανάλυση γίνει δημόσια, μπορεί να επηρεάσει τις αντιλήψεις για τον συστημικό κίνδυνο και τη συμπεριφορά των αγορών. Και έτσι να αυξήσει την ικανότητα αυτορρύθμισης του συστήματος.

Ο κ. Μάικλ Σπενς είναι βραβευμένος με το Νομπέλ Οικονομίας, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και πρόεδρος της Επιτροπής για την Ανάπτυξη.