Oι εκτιμήσεις ότι περισσότεροι από 11.000 εκπαιδευτικοί και 5.000 υγειονομικοί υπάλληλοι έχουν υποβάλει αίτηση πρόωρης συνταξιοδότησης αναλύονται πρωτίστως υπό το πρίσμα τού αν θα υπάρξουν κενά στους «οργανισμούς» και στην τρέχουσα λειτουργία των σχετικών υπηρεσιών. Θα καλυφθούν πλήρως οι ανάγκες, υποστηρίζει η κυβέρνηση, θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα, επιμένει η αντιπολίτευση.

Είναι, αλήθεια, αυτό το πρώτιστο ζήτημα; Είναι κυρίως οι ελλείψεις που μας απασχολούν, όπως θα συνέβαινε αν είχαμε μεγάλες απώλειες πολέμου ή φυσικής καταστροφής; Ή μήπως χάνουμε τη σοβαρότερη διάσταση, αν περιοριστούμε στο πρακτικό αυτό θέμα; Γιατί εν προκειμένω δεν είμαστε αντιμέτωποι με αδόκητη απώλεια ανθρώπινου δυναμικού, αλλά με μια μαζική και απολύτως συνειδητή προτίμηση αποχώρησης από την ενεργό δράση ανθρώπων μάλλον νέων και ευσταλών, που δεν θα είχαν σκεφτεί να παύσουν να εργάζονται από τώρα αν δεν είχε μεσολαβήσει το «νέο Ασφαλιστικό», όπως και το οικονομικό σχέδιο αύξησης των φόρων μέχρι τελικής πτώσεως στο οποίο φαίνεται να προσανατολίζεται η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών.

Ο καθένας, νομίζω, θα συμφωνήσει ότι η διαφορά της αιτίας εμποτίζει το αποτέλεσμα. Αν είχαμε χάσει καθηγητές από πόλεμο ή σεισμό, θα ήμασταν έτοιμοι να πληρώσουμε και να δουλέψουμε για την αναπλήρωση των κενών, για την κατίσχυση απέναντι στον εχθρό ή τη φύση. Τώρα δεν έχουμε να τα βάλουμε με κάποια ανώτερη βία, αλλά με τις επιπτώσεις μιας σειράς αποφάσεων, σε συνέχεια των οποίων οι σπεύδοντες να συνταξιοδοτηθούν «δηλώνουν» εμπράκτως ότι:

Πρώτον, δεν εμπιστεύονται τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις πως όσοι κατοχυρώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης δεν θα το απολέσουν στο μέλλον. Τις υποσχέσεις αυτές τις ακούν σαν κούφια λόγια ανθρώπων που δεν ξέρουν τι θα ξημερώσει- και, μεταξύ μας, έχουν ένα δίκιο.

Δεύτερον, δεν ελπίζουν ότι τα προσεχή χρόνια επιφυλάσσουν προαγωγές ή άλλες υπηρεσιακές βελτιώσεις που θα δικαιολογούσαν την παραμονή στην εργασία ακόμη και αν το ποσοστό της συνταξιοδοτικής «αναπλήρωσης» μειωνόταν.

Τρίτον, δυστυχώς αυτονόητο, δεν ενδιαφέρονται να παράσχουν, αμειβόμενοι κατά τα νυν προβλεπόμενα, κοινωνικό έργο στους ζωτικούς τομείς του λειτουργήματός τους (άλλη γοητεία έχει να διδάσκεις παιδιά ή να θεραπεύεις ασθενείς και άλλη να ρίχνεις μπετά – χωρίς καμία υποτίμηση για το τελευταίο), αλλά θέλουν να ξεφύγουν μια ώρα αρχύτερα από τους «στρατηγικούς» σχεδιασμούς των κκ. Παπανδρέου, Παπακωνσταντίνου και Λοβέρδου.

Φταίνε άραγε γι΄ αυτό οι ως άνω; Λιγότερο, ασφαλώς, από τους προκατόχους τους, αλλά πάντως ναι, μόνο και μόνο επειδή έχουν αναλάβει την ευθύνη και μάλιστα οικειοθελώς (ουδείς τους κάλεσε ως Κιγκινάτους, αυτόκλητοι υποσχέθηκαν να «καθαρίσουν»). Και αν η ευθύνη έχει όντως κάποια έννοια, δεν πρέπει να σταθούν μονάχα στο πώς θα καλύψουν τα κενά στην εκπαίδευση ή στη δημόσια Υγεία, αλλά στο πώς θα πολεμήσουν αυτή την τεράστια κοινωνική απογοήτευση που εξωθεί δεκάδες χιλιάδες να προτιμούν ρόλο ξωμάχου ενώ μπορούν ακόμη να «στύβουν την πέτρα»…